εὔθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1070.png Seite 1070]] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1070.png Seite 1070]] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à amollir, à rompre ; <i>en parl. de viande</i> facile à digérer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθρυπτος''': -ον, ([[θρύπτω]]) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, [[εὔπεπτος]], ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.
|lstext='''εὔθρυπτος''': -ον, ([[θρύπτω]]) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, [[εὔπεπτος]], ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à amollir, à rompre ; <i>en parl. de viande</i> facile à digérer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθρυπτος Medium diacritics: εὔθρυπτος Low diacritics: εύθρυπτος Capitals: ΕΥΘΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: eúthryptos Transliteration B: euthryptos Transliteration C: eythryptos Beta Code: eu)/qruptos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω) A easily broken, αὐχήν Arist.PA694b29; easily dispersed, ἀήρ Id.de An.420a8, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73; of earth, crumbling, Str.12.8.17, Plu.Sert.17; of the fleshy parts of fish, Id.2.916b. II metaph., enervated, Gal.1.186, Sor.1.25.

German (Pape)

[Seite 1070] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à amollir, à rompre ; en parl. de viande facile à digérer.
Étymologie: εὖ, θρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθρυπτος: -ον, (θρύπτω) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, εὔπεπτος, ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)
αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)
2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα
αρχ.
1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)
2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος
3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].

Greek Monotonic

εὔθρυπτος: -ον (θρύπτω), εύθραστος, εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔθρυπτος:
1) легко ломающийся, ломкий (αὐχήν Arst.);
2) податливый, рыхлый (ἀήρ Arst.; γῆ Plut.);
3) легко переваривающийся или разжевываемый (τὸ σαρκῶδες Plut.).

Middle Liddell

εὔ-θρυπτος, ον θρύπτω
easily broken, crumbling, Plut.