θάψος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l'île de Thapsos.<br />'''Étymologie:''' [[Θάψος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θάψος''': ἡ, καὶ [[θαψία]] (Διοσκ. 4. 158), [[φυτόν]] τι ἢ [[ξύλον]] χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - [[θαψία]] [[ῥίζα]] Θεόφρ. Ἀποσπ. 170. | |lstext='''θάψος''': ἡ, καὶ [[θαψία]] (Διοσκ. 4. 158), [[φυτόν]] τι ἢ [[ξύλον]] χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - [[θαψία]] [[ῥίζα]] Θεόφρ. Ἀποσπ. 170. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, fustic, Rhus cotinus, used for dyeing yellow, brought from the island of Thapsos, Theoc.2.88, Nic.Al.570: θαψία ῥίζα Thphr. Fr.170.
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l'île de Thapsos.
Étymologie: Θάψος.
Greek (Liddell-Scott)
θάψος: ἡ, καὶ θαψία (Διοσκ. 4. 158), φυτόν τι ἢ ξύλον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - θαψία ῥίζα Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
Greek Monolingual
η (Α θάψος)
νεοελλ.
το φυτό «ρους ο κότινος»
αρχ.
φυτό της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την παρασκευή κίτρινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική παραλία της Σικελίας, από την οποία προερχόταν].
Greek Monotonic
θάψος: ἡ, φυτό ή ξύλο που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή κίτρινης βαφής, και το οποίο εξαγόταν από τη Θάψο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
θάψος: ἡ тапс (растение, дававшее желтую краску для окрашивания тканей) Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a plant, fustic, Rhus cotinus, used for dyeing yellow (Theocr.), also θαψία ῥίζα (Thphr.); θαψία f. deadly carrot, Thapsia garganica (Arist., Thphr.);
Derivatives: θάψινος yellow-coloured (Ar.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Identical with the name of the peninsula Thapsos (on the east-coast of Sicily), or derived from it. Strömberg Pflanzennamen 127.
Middle Liddell
θάψος, ἡ,
a plant or wood used for dyeing yellow, brought from Thapsos, Theocr.
Frisk Etymology German
θάψος: {thápsos}
Grammar: f.
Meaning: N. einer Pflanze, Gelbholz, Rhus cotinus, zum Färben gebraucht (Theokr. u. a.),
Derivative: auch θαψία ῥίζα (Thphr.); θαψία f. giftige Mohrrübe, Thapsia garganica (Arist., Thphr. usw.); davon θάψινος gelbfarbig (Ar. u. a.).
Etymology: Mit dem Namen der Halbinsel Thapsos (an der Ostküste Siziliens) identisch, bzw. davon abgeleitet. Strömberg Pflanzennamen 127.
Page 1,656
Wiktionary EL
θάψος (και θαψία). Ωχρή κίτρινη βαφή που οι Αθηναίοι προμηθεύονταν από την αρχαία φοινικική και μετέπειτα Μεγαρική αποικία Θάψο, σε χερσόνησο, σαν νησί, στα βόρεια των Συρακουσών, στη Σικελία). Οι Μεγαρίτες το εξήγαγαν από τον κότινο ή χρυσόξυλο που και σήμερα το εσωτερικό του βλαστού του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.
Wikipedia EN
Cotinus coggygria, syn. Rhus cotinus, the European smoketree, Eurasian smoketree, smoke tree, smoke bush, Venetian sumach, or dyer's sumach is a species of flowering plant in the family Anacardiaceae, native to a large area from southern Europe, east across central Asia and the Himalayas to northern China.
It is a multiple-branching shrub growing to 5–7 m (16–23 ft) tall with an open, spreading, irregular habit, only rarely forming a small tree. The leaves are 3–8 cm long rounded ovals, green with a waxy glaucous sheen. The autumn colour can be strikingly varied, from peach and yellow to scarlet. The flowers are numerous, produced in large inflorescences 15–30 cm (5.9–11.8 in) long; each flower 5–10 mm diameter, with five pale yellow petals. Most of the flowers in each inflorescence abort, elongating into yellowish-pink to pinkish-purple feathery plumes (when viewed en masse these have a wispy 'smoke-like' appearance, hence the common name) which surround the small (2–3 mm) drupaceous fruit that do develop. https://en.wikipedia.org/wiki/Cotinus_coggygria