κάθυδρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] wasserreich, bewässert; [[χωρίον]] Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 [[κάθυδρος]] οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] wasserreich, bewässert; [[χωρίον]] Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 [[κάθυδρος]] οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d'eau, abondant en eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθυδρος''': ῠ, ον, [[πλήρης]] ὕδατος, [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]] Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· [[χωρίον]] ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
|lstext='''κάθυδρος''': ῠ, ον, [[πλήρης]] ὕδατος, [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]] Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· [[χωρίον]] ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d'eau, abondant en eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυδρος Medium diacritics: κάθυδρος Low diacritics: κάθυδρος Capitals: ΚΑΘΥΔΡΟΣ
Transliteration A: káthydros Transliteration B: kathydros Transliteration C: kathydros Beta Code: ka/qudros

English (LSJ)

[ῠ], ον, very watery, full of water, κ. κρατήρ S.OC158 (lyr.); Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4.

German (Pape)

[Seite 1289] wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d'eau, abondant en eau.
Étymologie: κατά, ὕδωρ.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυδρος: ῠ, ον, πλήρης ὕδατος, κάθυδρος κρατήρ Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· χωρίον ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.

Greek Monolingual

κάθυδρος, -ον (Α)
γεμάτος νερόκάθυδρος κρατήρ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. άνυδρος, ένυδρος].

Greek Monotonic

κάθυδρος: [ῠ], -ον (ὕδωρ), αυτός που είναι γεμάτος νερό, κάθυδρος κρατήρ, ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάθῠδρος: (ᾰ)
1) полный воды (κρατήρ Soph.);
2) обильный водой, многоводный (χωρίον Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθυδρος -ον [κατά, ὕδωρ] vol met water.

Middle Liddell

κάθ-ῠδρος, ον ὕδωρ
full of water, κάθυδρος κρατήρ, poet. for water itself, Soph.