βωμολόχευμα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. [[κολάκευμα]], βωμολόχα σκώμματα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. [[κολάκευμα]], βωμολόχα σκώμματα.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trait de moquerie bouffonne.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βωμολόχευμα''': τό, [[κολακεία]], μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν [[σκῶμμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
|lstext='''βωμολόχευμα''': τό, [[κολακεία]], μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν [[σκῶμμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trait de moquerie bouffonne.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολόχευμα Medium diacritics: βωμολόχευμα Low diacritics: βωμολόχευμα Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΜΑ
Transliteration A: bōmolócheuma Transliteration B: bōmolocheuma Transliteration C: vomolochevma Beta Code: bwmolo/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό, only in plural, ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.

German (Pape)

[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.

Greek Monolingual

βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.

Greek Monotonic

βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.

Middle Liddell

[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in plural base flatteries, ribald jests, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολόχευμα -ατος, τό βωμολοχεύομαι alleen plur. lolbroekerij, fratsen.