βωμολοχεύομαι: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] Possen treiben, Speichellecker sein, Ar. Nubb. 956; Ggstz σεμνύνομαι Isocr. 7, 49; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] Possen treiben, Speichellecker sein, Ar. Nubb. 956; Ggstz σεμνύνομαι Isocr. 7, 49; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire le bouffon.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολόχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βωμολοχεύομαι''': μεταχειρίζομαι χαμερπῆ κολακείαν, [[λέγω]] φλυαρίας, τέρπομαι εἰς ἀπρεπῆ σκώμματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212· ἀντίθ. τῷ σεμνύνομαι, Ἰσοκρ. 149D· ―[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀθλίας μουσικῆς, ἴδε ἐν λ. [[βωμολόχος]] Ι. 2. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ., ἴδε Λέσβιος [[ᾠδός]], Σουΐδ. | |lstext='''βωμολοχεύομαι''': μεταχειρίζομαι χαμερπῆ κολακείαν, [[λέγω]] φλυαρίας, τέρπομαι εἰς ἀπρεπῆ σκώμματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212· ἀντίθ. τῷ σεμνύνομαι, Ἰσοκρ. 149D· ―[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀθλίας μουσικῆς, ἴδε ἐν λ. [[βωμολόχος]] Ι. 2. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ., ἴδε Λέσβιος [[ᾠδός]], Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
play the buffoon, indulge in ribaldry, Ar.Fr.166; opp. σεμνύνομαι, Isoc.7.49; play low tricks, in Music, Ar.Nu.969, Phld.Mus.p.94K.:—Act. in Hsch. s.v. Λέσβιος ᾠδός, Suid.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. Hsch.s.u. Λέσβιος ᾠδός, Sud.s.u. Διονυσίων σκώμματα]
1 hacer bufonadas, burlarse χαριεντίζῃ καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύῃ bromeas, te burlas de nosotros y haces bufonadas Ar.Fr.171, σεμνύνεσθαι γὰρ ἐμελέτων, ἀλλ' οὐ βωμολοχεύεσθαι Isoc.7.49, cf. en v.act. Sud.l.c.
2 mús. hacer bufonadas, desafinar εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ' ἢ κάμψειέν τινα καμπήν si alguno de ellos desafinaba o realizaba alguna inflexión Ar.Nu.969, cf. Phld.Mus.4.25.34
•en v.act. διαφθείρων τὴν μουσικὴν καὶ πρὸς τὸ βωμολοχεύειν τρέπων destrozando la música y aplicándose a desafinar Hsch.l.c.
German (Pape)
[Seite 469] Possen treiben, Speichellecker sein, Ar. Nubb. 956; Ggstz σεμνύνομαι Isocr. 7, 49; Sp.
French (Bailly abrégé)
faire le bouffon.
Étymologie: βωμολόχος.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολοχεύομαι: μεταχειρίζομαι χαμερπῆ κολακείαν, λέγω φλυαρίας, τέρπομαι εἰς ἀπρεπῆ σκώμματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212· ἀντίθ. τῷ σεμνύνομαι, Ἰσοκρ. 149D· ―ὡσαύτως ἐπὶ ἀθλίας μουσικῆς, ἴδε ἐν λ. βωμολόχος Ι. 2. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ., ἴδε Λέσβιος ᾠδός, Σουΐδ.
Greek Monolingual
βωμολοχεύομαι (Α) βωμολόχος
κάνω άσεμνα, αισχρά αστεία.
Greek Monotonic
βωμολοχεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ πρόστυχες κολακείες, επιδίδομαι σε φαύλους αστεϊσμούς, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
βωμολοχεύομαι: скоморошничать, кривляться, дурачиться Arph., Isocr.
Middle Liddell
Dep. to use low flattery, indulge in ribaldry, Ar., Isocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωμολοχεύομαι βωμολόχος de lolbroek uithangen.