εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1074.png Seite 1074]] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1074.png Seite 1074]] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταφρονέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκαταφρόνητος''': -ον, ὡς και νῦν, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16. | |lstext='''εὐκαταφρόνητος''': -ον, ὡς και νῦν, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, easy to be despised, contemptible, ὑπό τινος X.HG6.4.1, cf. Cyr.8.3.1, D.4.18, Men.Sam.297, Arist.Pol.1312b24, etc.; negligible, πᾶσα ἀλγηδὼν εὐ. Epicur.Sent.Vat.4, cf. Phld.D.1.25, al.; especially in Lit. Crit., D.H.Comp.3, Longin.3.1, Demetr.Eloc.4, etc. Adv. -τως Plu.Demetr.16.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.
Étymologie: εὖ, καταφρονέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαταφρόνητος: -ον, ὡς και νῦν, ἄξιος καταφρονήσεως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, -ον)
ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ' ὑφ' ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-φρονητος (< κατα-φρονώ), πρβλ. αξιο-κατα-φρόνητος, δειλο-κατα-φρόνητος].
Greek Monotonic
εὐκαταφρόνητος: -ον (καταφρονέω), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, άξιος περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, αξιοκαταφρόνητος, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαταφρόνητος: легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut.
Middle Liddell
εὐ-καταφρόνητος, ον καταφρονέω
easy to be despised, contemptible, despicable, Xen., Dem.