καθέρπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[ἕρπω]]), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν [[ἔλαφος]] Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα [[ἄρτι]] [[ἴουλος]] καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[ἕρπω]]), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν [[ἔλαφος]] Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα [[ἄρτι]] [[ἴουλος]] καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθεῖρπον ; <i>ao.</i> καθείρπυσα, <i>emprunté à</i> [[καθερπύζω]];<br />descendre en rampant, se glisser en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕρπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέρπω''': ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἕρπω]])· [[ἕρπω]], συρόμενος [[καταβαίνω]], ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι [[ἴουλος]] καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.
|lstext='''καθέρπω''': ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἕρπω]])· [[ἕρπω]], συρόμενος [[καταβαίνω]], ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι [[ἴουλος]] καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθεῖρπον ; <i>ao.</i> καθείρπυσα, <i>emprunté à</i> [[καθερπύζω]];<br />descendre en rampant, se glisser en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕρπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέρπω Medium diacritics: καθέρπω Low diacritics: καθέρπω Capitals: ΚΑΘΕΡΠΩ
Transliteration A: kathérpō Transliteration B: katherpō Transliteration C: katherpo Beta Code: kaqe/rpw

English (LSJ)

aor. 1 A καθείρπῠσα Ar.Ra.485:—creep, steal down, ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.Fr.89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.Ra.129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. Smp.4.23. II return from exile, SIG306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib.4; pf. part. κατηνθηκώς ib.39.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕρπω), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.

French (Bailly abrégé)

impf. καθεῖρπον ; ao. καθείρπυσα, emprunté à καθερπύζω;
descendre en rampant, se glisser en bas.
Étymologie: κατά, ἕρπω.

Greek (Liddell-Scott)

καθέρπω: ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἕρπωἕρπω, συρόμενος καταβαίνω, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.

Greek Monolingual

καθέρπω (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῑρπεν ἔλαφος», Σοφ.)
2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρπω.

Greek Monotonic

καθέρπω: αόρ. αʹ καθείρπῠσα, κατεβαίνω έρποντας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έρπω en καθ-ερπύζω naar beneden sluipen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέρπω: (только praes. и impf. καθεῖρπον) сползать, медленно сходить (ἀπ᾽ ὀρθίων πάγων Soph.): ἴουλος καθέρπει Xen. (на лице юноши) пробивается молодой пушок.

Middle Liddell

aor1 καθείρπῠσα
to creep down, Ar., Xen.