λυσσώδης: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lussw/dhs
|Beta Code=lussw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like one raging]], [[frantic]], of martial rage, <span class="bibl">Il.13.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of madness]], λ. νόσος <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>452</span>; of Dionysus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>981</span> (lyr.); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fr.</span>18.12</span>.</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like one raging]], [[frantic]], of martial rage, <span class="bibl">Il.13.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of madness]], λ. νόσος <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>452</span>; of Dionysus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>981</span> (lyr.); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fr.</span>18.12</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> semblable à un enragé;<br /><b>2</b> semblable à la rage.<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λυσσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λυσσῶντα, [[μανιώδης]], μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. [[νόσος]] Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = [[λύσσα]], Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.
|lstext='''λυσσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λυσσῶντα, [[μανιώδης]], μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. [[νόσος]] Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = [[λύσσα]], Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> semblable à un enragé;<br /><b>2</b> semblable à la rage.<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]], -ωδης.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσώδης Medium diacritics: λυσσώδης Low diacritics: λυσσώδης Capitals: ΛΥΣΣΩΔΗΣ
Transliteration A: lyssṓdēs Transliteration B: lyssōdēs Transliteration C: lyssodis Beta Code: lussw/dhs

English (LSJ)

ες, A like one raging, frantic, of martial rage, Il.13.53. 2 of madness, λ. νόσος S.Aj.452; of Dionysus, E.Ba.981 (lyr.); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν Plu.Fr.18.12.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 semblable à un enragé;
2 semblable à la rage.
Étymologie: λύσσα, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λυσσῶντα, μανιώδης, μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. νόσος Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = λύσσα, Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.

English (Autenrieth)

(εἶδος): raging, Il. 13.53†.

Greek Monolingual

-ες (Α λυσσώδης, -ῶδες) λύσσα
1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα
β. «λυσσώδης μάχη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες
η μανιώδης ορμή
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης νόσος», Σοφ.).
επίρρ...
λυσσωδώς
με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη ορμή.

Greek Monotonic

λυσσώδης: -ες (εἶδος
1. όμοιος με λυσσασμένο, μανιώδης, μαινόμενος, λέγεται για πολεμική ορμή, μανία, παροξυσμό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από τρέλα, μανία, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσώδης:
1) охваченный яростью, разъяренный (Ἓκτωρ Hom.);
2) исступленный, неистовствующий (ζωή Anth.);
3) похожий на безумие (νόσος Soph.).

Middle Liddell

λυσσ-ώδης, ες εἶδος
1. like one raging, frantic, of martial rage, Il.
2. of madness, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

mad

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)