νοήμων: Difference between revisions Search Google

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=noh/mwn
|Beta Code=noh/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thoughtful]], [[intelligent]], ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι <span class="bibl">Od.2.282</span>, <span class="bibl">3.133</span>, cf. <span class="bibl">Eus.Mynd.20</span>; of philosophers, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>34</span>; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ <span class="title">Epigr.Gr.</span>907.5 (Sinope). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[in one's right mind]], opp. [[παραφρονέων]], <span class="bibl">Hdt.3.34</span>.</span>
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thoughtful]], [[intelligent]], ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι <span class="bibl">Od.2.282</span>, <span class="bibl">3.133</span>, cf. <span class="bibl">Eus.Mynd.20</span>; of philosophers, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>34</span>; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ <span class="title">Epigr.Gr.</span>907.5 (Sinope). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[in one's right mind]], opp. [[παραφρονέων]], <span class="bibl">Hdt.3.34</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> réfléchi, prudent, sage;<br /><b>2</b> qui est dans son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοήμων''': -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, [[ἐπεὶ]] [[οὔτι]] νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.
|lstext='''νοήμων''': -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, [[ἐπεὶ]] [[οὔτι]] νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> réfléchi, prudent, sage;<br /><b>2</b> qui est dans son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήμων Medium diacritics: νοήμων Low diacritics: νοήμων Capitals: ΝΟΗΜΩΝ
Transliteration A: noḗmōn Transliteration B: noēmōn Transliteration C: noimon Beta Code: noh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope). II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.

Greek (Liddell-Scott)

νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.

English (Autenrieth)

ονος: thoughtful, discreet. (Od.)

Greek Monolingual

ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) νόημα
1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται
2. ευφυής, έξυπνος
3. συνετός, μυαλωμένος
νεοελλ.
φρ. «το νοήμον κοινό»
ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος
2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

νοήμων: (νοέω), -ον, γεν. -ονος·
I. σκεπτικός, ευφυής, αυτός που διαθέτει νόηση, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που έχει σωστή κρίση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νοήμων: 2, gen. ονος
1) разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ δίκαιος Hom.);
2) находящийся в здравом уме Her.

Middle Liddell

νοήμων, ονος, νοέω
I. thoughtful, intelligent, Od.
II. in one's right mind, Hdt.