λαθητικός: Difference between revisions
Ἀλλ' ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται → But tyranny is a happy state in many ways, and the tyrant has the power to act and speak as they wish
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0005.png Seite 5]] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0005.png Seite 5]] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰθητικός''': -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5. | |lstext='''λᾰθητικός''': -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, likely to escape detection, Arist.Rh.1372a21.
German (Pape)
[Seite 5] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.
Étymologie: λανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθητικός: -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5.
Greek Monolingual
λαθητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + επίθημα -ητικός κατά το σχήμα μανθάνω - μαθητής / μαθητός - μαθητικός.
Greek Monotonic
λᾰθητικός: -ή, -όν, αυτός που δύναται να διαφύγει της προσοχής των άλλων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰθητικός: легко скрывающийся, могущий без труда скрыться Arst.