κλύμενος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1457.png Seite 1457]] part. syncop. von [[κλύω]], wie [[κλυτός]], [[gerühmt]], gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1457.png Seite 1457]] part. syncop. von [[κλύω]], wie [[κλυτός]], [[gerühmt]], gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />renommé, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλύμενος''': ῠ, η, ον, = [[κλυτός]], [[ἔνδοξος]] (ἐπὶ καλοῦ) ἢ [[διαβόητος]] (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.
|lstext='''κλύμενος''': ῠ, η, ον, = [[κλυτός]], [[ἔνδοξος]] (ἐπὶ καλοῦ) ἢ [[διαβόητος]] (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />renommé, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:38, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλύμενος Medium diacritics: κλύμενος Low diacritics: κλύμενος Capitals: ΚΛΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: klýmenos Transliteration B: klymenos Transliteration C: klymenos Beta Code: klu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, = κλυτός, famous or infamous, Antim.68 (v. foreg. 4); ἔρως Theoc.14.26:—mostly as pr. n., Κλύμενος, god of the nether world, AP7.9 (Damag.), 189 (Aristodic.), Paus.2.35.4.

German (Pape)

[Seite 1457] part. syncop. von κλύω, wie κλυτός, gerühmt, gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
renommé, célèbre.
Étymologie: κλύω.

Greek (Liddell-Scott)

κλύμενος: ῠ, η, ον, = κλυτός, ἔνδοξος (ἐπὶ καλοῦ) ἢ διαβόητος (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον ὄνομα, Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ κάτω κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.

Greek Monolingual

κλύμενος- ένη, -ον (Α)
1. κλυτός, ένδοξος, φημισμένος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, διαβόητος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κλύμενος
θεός του κάτω κόσμου
4. το ουδ. ως ουσ. τo κλύμενον
α.) ονομασία φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών
β) (κατά τον Ησύχ.) κισσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλύω.

Greek Monotonic

κλύμενος: [ῠ], -η, -ον = κλυτός, διάσημος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κλύμενος: (ῠ)
1) славный, знаменитый, известный (ἔρως Theocr.);
2) euphemism Anth. = Ἃϊδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλύμενος -η -ον [κλύω] beroemd.

Middle Liddell

κλῠ́μενος, η, ον = κλυτός
famous, Theocr.