μελαμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, [[αἷμα]] φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, [[αἷμα]] φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se fige en noircissant;<br /><b>2</b> noir et dur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμπᾱγής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς [[μέλας]], πηκτὸς καὶ [[μέλας]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 737· [[καθόλου]] [[μέλας]], [[ἀμαυρός]], χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.
|lstext='''μελαμπᾱγής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς [[μέλας]], πηκτὸς καὶ [[μέλας]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 737· [[καθόλου]] [[μέλας]], [[ἀμαυρός]], χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se fige en noircissant;<br /><b>2</b> noir et dur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπᾱγής Medium diacritics: μελαμπαγής Low diacritics: μελαμπαγής Capitals: ΜΕΛΑΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: melampagḗs Transliteration B: melampagēs Transliteration C: melampagis Beta Code: melampagh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -πηγής, black-clotted, αἷμα A.Th.737 (lyr.): generally, black, discoloured, [χαλκὸς] μ. πέλει Id.Ag.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, αἷμα φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se fige en noircissant;
2 noir et dur.
Étymologie: μέλας, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπᾱγής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς μέλας, πηκτὸς καὶ μέλας, αἷμα Αἰσχύλ. Θήβ. 737· καθόλου μέλας, ἀμαυρός, χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.

Greek Monolingual

μελαμπαγής, -ές (Α)
(δωρ. τ.)
1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.)
2. (γενικά) μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής, δορυπαγής].

Greek Monotonic

μελαμπᾱγής: -ές (πήγνυμι), Δωρ. αντί -πηγής, μαύρος και πηχτός, σε Αισχύλ.· γενικά, μαύρος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπᾱγής:
1) черный и запекшийся (αἷμα Aesch.);
2) почерневший и твердый (sc. χαλκός Aesch.).

Middle Liddell

μελαμ-πᾱγής, ές [doric for μελαμπηγής,] πήγνυμι
black clotted, Aesch.: generally, discoloured, Aesch.