κρότημα: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kro/thma | |Beta Code=kro/thma | ||
|Definition=ατος, τό, [[work wrought with the hammer]]: metaph., of Odysseus, '[[piece of mischief]]', <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>913</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>499</span>. | |Definition=ατος, τό, [[work wrought with the hammer]]: metaph., of Odysseus, '[[piece of mischief]]', <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>913</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>499</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> travail fait au marteau LSJ;<br /><b>2</b> parole bruyante ; charlatan, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρότημα''': τό, [[ἔργον]] γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, [[πανοῦργος]], «διαβολεμένος», (πρβλ. [[κροτέω]] ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον [[κρότημα]] Λαέρτου [[γόνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κρότημα]]· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται». | |lstext='''κρότημα''': τό, [[ἔργον]] γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, [[πανοῦργος]], «διαβολεμένος», (πρβλ. [[κροτέω]] ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον [[κρότημα]] Λαέρτου [[γόνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κρότημα]]· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:47, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, work wrought with the hammer: metaph., of Odysseus, 'piece of mischief', S.Fr.913, E.Rh.499.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 travail fait au marteau LSJ;
2 parole bruyante ; charlatan, fourbe.
Étymologie: κροτέω.
Greek (Liddell-Scott)
κρότημα: τό, ἔργον γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, πανοῦργος, «διαβολεμένος», (πρβλ. κροτέω ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον κρότημα Λαέρτου γόνος Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κρότημα· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται».
Greek Monolingual
το (Α κρότημα) κροτώ
νεοελλ.
χτύπημα, κρούση, κρότηση
αρχ.
1. το έργο που γίνεται με σφυρηλάτηση
2. (για τον Οδυσσέα) πανούργος («τὸ πάνσοφον κρότημα, Λαέρτου γόνος», Σχόλ. Θεόκρ.).
Greek Monotonic
κρότημα: -ατος, τό, έργο που έχει γίνει με σφυρηλάτηση, δουλεμένο κάτι με το σφυρί· μεταφ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σκληραγωγημένος, πανούργος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρότημα: ατος τό трещотка, перен. неугомонный болтун Eur.
Middle Liddell
κρότημα, ατος, τό,
work wrought by the hammer:— metaph. of Ulysses, a hardened knave, Eur.