λοχίτης: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=loxi/ths
|Beta Code=loxi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> one of the [[same]] [[λόχος]] or [[company]], [[fellow-soldier]], [[comrade]], [[warrior]], [[man at arms]] A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with [[attendant]]s or alone? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:— fem. [[λοχῖτις]] [[ἐκκλησία]], = [[centuriate]] [[assembly]], Lat. [[comitia centuriata]], D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.<br><span class="bld">II</span> [[one who lies in wait]], Hsch., Suid. (leg. [[λοχητής]]).
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> one of the [[same]] [[λόχος]] or [[company]], [[fellow-soldier]], [[comrade]], [[warrior]], [[man at arms]] A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with [[attendant]]s or alone? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:— fem. [[λοχῖτις]] [[ἐκκλησία]], = [[centuriate]] [[assembly]], Lat. [[comitia centuriata]], D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.<br><span class="bld">II</span> [[one who lies in wait]], Hsch., Suid. (leg. [[λοχητής]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait partie d'une troupe, <i>particul.</i> d'une compagnie, soldat.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοχίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[λόχος]]) ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, [[συστρατιώτης]], [[σύντροφος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ [[μόνος]]; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις [[ἐκκλησία]], ἴδε ἐν λέξ. [[λόχος]] Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.
|lstext='''λοχίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[λόχος]]) ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, [[συστρατιώτης]], [[σύντροφος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ [[μόνος]]; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις [[ἐκκλησία]], ἴδε ἐν λέξ. [[λόχος]] Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait partie d'une troupe, <i>particul.</i> d'une compagnie, soldat.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχῑ́της Medium diacritics: λοχίτης Low diacritics: λοχίτης Capitals: ΛΟΧΙΤΗΣ
Transliteration A: lochítēs Transliteration B: lochitēs Transliteration C: lochitis Beta Code: loxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, warrior, man at arms A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:— fem. λοχῖτις ἐκκλησία, = centuriate assembly, Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.
II one who lies in wait, Hsch., Suid. (leg. λοχητής).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait partie d'une troupe, particul. d'une compagnie, soldat.
Étymologie: λόχος.

Greek (Liddell-Scott)

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (λόχος) ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, συστρατιώτης, σύντροφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ μόνος; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις ἐκκλησία, ἴδε ἐν λέξ. λόχος Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.

Greek Monolingual

λοχίτης, -ου, θηλ. λοχῑτις (AM) λόχος
αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῖς λοχίταις», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ», Αισχύλ.)
2. απλός στρατιώτης, οπλίτης
3. το θηλ. ἡ λοχῑτις (ενν. ἐκκλησία)
η μεγάλη συνέλευση τών Ρωμαίων κατά την οποία ψήφιζαν κατά λόχους για την εκλογή αρχών, για πόλεμο, για ειρήνη ή για άλλα σπουδαία θέματα, όπως λ.χ. για επιβολή θανατικής ποινής.

Greek Monotonic

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ (λόχος), στρατιώτης από τον ίδιο λόχο ή στρατιωτικό σώμα, συστρατιώτης, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σε Αισχύλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λοχίτης: ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.

Middle Liddell

λοχῑ́της, ου, ὁ, λόχος
one of the same company, a fellow-soldier, comrade, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

companion in arms, fellow-soldier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)