κινητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von [[τορύνη]], Schol. Ar. Equ. 980.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von [[τορύνη]], Schol. Ar. Equ. 980.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui met en mouvement, qui agite.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑνητήριος''': -α, -ον, = [[κινητικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. [[αὐτόθι]] 448· ― τὸ κινητήριον, [[τορύνη]], μέγα [[κοχλιάριον]], ὡς τὸ [[κίνητρον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.
|lstext='''κῑνητήριος''': -α, -ον, = [[κινητικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. [[αὐτόθι]] 448· ― τὸ κινητήριον, [[τορύνη]], μέγα [[κοχλιάριον]], ὡς τὸ [[κίνητρον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui met en mouvement, qui agite.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:51, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητήριος Medium diacritics: κινητήριος Low diacritics: κινητήριος Capitals: ΚΙΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kinētḗrios Transliteration B: kinētērios Transliteration C: kinitirios Beta Code: kinhth/rios

English (LSJ)

α, ον, = κινητικός, μύωψ A.Supp.307; ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. ib.448; τὸ κ. ladle, = κίνητρον, Sch.Ar.Eq.980.

German (Pape)

[Seite 1440] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui met en mouvement, qui agite.
Étymologie: κινέω.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητήριος: -α, -ον, = κινητικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. αὐτόθι 448· ― τὸ κινητήριον, τορύνη, μέγα κοχλιάριον, ὡς τὸ κίνητρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.

Greek Monolingual

-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α κινητήριος, -ία, -ον) κινητήρ
ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι
νεοελλ.
φρ. «κινητήρια δύναμη»
α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί να πετύχει κάποιος κάτι («κινητήρια δύναμη σήμερα είναι το χρήμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κινητήριον
1. η κουτάλα, το κίνητρο
2. οίκος ανοχής, πορνείο.

Russian (Dvoretsky)

κῑνητήριος:
1) движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);
2) возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v.l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ κάρτα).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητήριος -α -ον [κινητήρ] in beweging brengend.