κολιός: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sorte d'oiseau.<br />'''Étymologie:''' iotacisme p. [[κολοιός]] ? | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολιός''': ὁ, [[εἶδος]] δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: [[κολεός]], [[κελεός]]· Bekk. [[κελεός]]). | |lstext='''κολιός''': ὁ, [[εἶδος]] δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: [[κολεός]], [[κελεός]]· Bekk. [[κελεός]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:53, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sorte d'oiseau.
Étymologie: iotacisme p. κολοιός ?
Greek (Liddell-Scott)
κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).
Greek Monolingual
(I)
ο (Α κολιός)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae
αρχ.
είδος δρυοκολάπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»].
(II)
ο
1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας
2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή
β) «κολιός και κολιός κι από ένα βαρέλι» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας
ii) για συνταύτιση πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολοιός, με συνίζηση, οπότε η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -οι-, ή κατ' άλλους < κολίας.
Russian (Dvoretsky)
κολιός: ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.