οἰστροδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=oi)strodi/nhtos
|Beta Code=oi)strodi/nhtos
|Definition=[δῑ], ον, [[driven round and round by the gadfly]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>589</span>.
|Definition=[δῑ], ον, [[driven round and round by the gadfly]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>589</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />saisi d'un transport vertigineux.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰστροδίνητος''': [ῑ], -ον, ὁ [[ἕνεκα]] τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― [[οὕτως]], οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. [[οἰστρήλατος]].
|lstext='''οἰστροδίνητος''': [ῑ], -ον, ὁ [[ἕνεκα]] τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― [[οὕτως]], οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. [[οἰστρήλατος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />saisi d'un transport vertigineux.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδίνητος Medium diacritics: οἰστροδίνητος Low diacritics: οιστροδίνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodínētos Transliteration B: oistrodinētos Transliteration C: oistrodinitos Beta Code: oi)strodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον, driven round and round by the gadfly, A.Pr.589.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
saisi d'un transport vertigineux.
Étymologie: οἶστρος, δινέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ ἕνεκα τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― οὕτως, οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. οἰστρήλατος.

Greek Monolingual

οἰστροδίνητος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο
2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιππο-δίνητος, σφονδυλο-δίνητος].

Greek Monotonic

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από τσίμπημα εντόμου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδίνητος: (δῑ) Aesch. = οἰστροδόνητος.

Middle Liddell

οἰ¯στρο-δίνητος, ον,
driven round and round by the gadfly, Aesch.

English (Woodhouse)

driven by the gadfly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)