μελάνδετος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, [[φάσγανον]], Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie [[ξίφος]], Eur. Or. 819 Phoen. 1098; [[σάκος]], ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, [[φάσγανον]], Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie [[ξίφος]], Eur. Or. 819 Phoen. 1098; [[σάκος]], ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont les attaches <i>ou</i> la monture sont noires.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνδετος''': -ον, [[σιδηρόδετος]], φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713· οὕτω, μ. [[ξίφος]] Εὐρ. Φοίν. 1091· [[σάκος]] μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43· ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ [[ξίφος]] Εὐρ. Ὀρ. 821. | |lstext='''μελάνδετος''': -ον, [[σιδηρόδετος]], φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713· οὕτω, μ. [[ξίφος]] Εὐρ. Φοίν. 1091· [[σάκος]] μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43· ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ [[ξίφος]] Εὐρ. Ὀρ. 821. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, bound or mounted with black, φάσγανα καλὰ μελάνδετα Il.15.713; μελάνδετον ξίφος with iron scabbard, E.Ph.1091; σάκος μελάνδετος iron-rimmed shield, A.Th.43; but μελάνδετον φόνῳ ξίφος E.Or.821 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 119] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, φάσγανον, Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie ξίφος, Eur. Or. 819 Phoen. 1098; σάκος, ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les attaches ou la monture sont noires.
Étymologie: μέλας, δέω.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδετος: -ον, σιδηρόδετος, φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713· οὕτω, μ. ξίφος Εὐρ. Φοίν. 1091· σάκος μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43· ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 821.
English (Autenrieth)
(δέω): black-bound or mounted, i. e. with dark hilt or scabbard, Il. 15.713†.
Greek Monolingual
μελάνδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δετός (< δέω «δένω»].
Greek Monotonic
μελάνδετος: -ον, αυτός που έχει μαύρο δέσιμο (σκελετό) ή λαβή, λέγεται για ξίφη σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· σάκος μελάνδετον, ασπίδα με σιδερένιο σκελετό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελάνδετος: (ᾰ)
1) с черной перевязью или в черных ножнах (φάσγανον Hom.; ξίφος Eur.);
2) с черной каймой, в черной оправе (σάκος Aesch.).
Middle Liddell
μελάν-δετος, ον
bound or mounted with black, of swords with black scabbards, Il., Eur.; σάκος μ. an iron-rimmed shield, Aesch.