λυτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=luto/s
|Beta Code=luto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be untied]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>41b</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that may be dissolved]], [[soluble]], <b class="b3">ὑφ' ὕδατος</b> ib.<span class="bibl">60d</span>, cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>383b13</span>. Adv. [[λυτῶς]] = [[solubly]], <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>649a32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> of arguments and problems, [[refutable]], [[soluble]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1357b13</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be untied]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>41b</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that may be dissolved]], [[soluble]], <b class="b3">ὑφ' ὕδατος</b> ib.<span class="bibl">60d</span>, cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>383b13</span>. Adv. [[λυτῶς]] = [[solubly]], <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>649a32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> of arguments and problems, [[refutable]], [[soluble]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1357b13</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être résolu <i>ou</i> réfuté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠτός''': -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, [[εὐδιάλυτος]], ὑπό τινος [[αὐτόθι]] 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.
|lstext='''λῠτός''': -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, [[εὐδιάλυτος]], ὑπό τινος [[αὐτόθι]] 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être résolu <i>ou</i> réfuté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτός Medium diacritics: λυτός Low diacritics: λυτός Capitals: ΛΥΤΟΣ
Transliteration A: lytós Transliteration B: lytos Transliteration C: lytos Beta Code: luto/s

English (LSJ)

ή, όν, A that may be untied, Pl.Ti.41b, al. II that may be dissolved, soluble, ὑφ' ὕδατος ib.60d, cf. Arist. Mete.383b13. Adv. λυτῶς = solubly, Id.PA649a32. III of arguments and problems, refutable, soluble, Id.Rh.1357b13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être résolu ou réfuté.
Étymologie: adj. verb. de λύω.

Greek (Liddell-Scott)

λῠτός: -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, εὐδιάλυτος, ὑπό τινος αὐτόθι 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυτός, -ή, -όν) λύω
νεοελλ.
1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος
2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
μσν.
απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον
2. αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει κάποιος εύκολα, ευδιάλυτος
3. (για επιχείρημα) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί.
επίρρ...
λυτά (Μ)
ελεύθερα, χωρίς δέσμευση.

Greek Monotonic

λῠτός: -ή, -όν (λύω
I. αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει κάποιος, να ανατρέψει σε Πλάτ.
II. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, ανατρέψιμος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λῠτός:
1) могущий быть разложенным, разложимый: τὸ δεθὲν πᾶν λυτόν (sc. ἐστι) Plat. все сложное разложимо;
2) растворимый (λ. ὑγρῷ Arst.);
3) рит. опровержимый (σημεῖον Arst.).

Middle Liddell

λῠτός, ή, όν [λύω]
I. that may be loosed or dissolved, Plat.
II. of arguments, refutable, Arist.