Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηδεμονικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
|lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονικός Medium diacritics: κηδεμονικός Low diacritics: κηδεμονικός Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kēdemonikós Transliteration B: kēdemonikos Transliteration C: kidemonikos Beta Code: khdemoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κηδεμονικόν = κηδεμονία (care, solicitude),, Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. κηδεμονικῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κηδεμονικῶς ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.

German (Pape)

[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.

Greek Monotonic

κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.

Middle Liddell

κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών