λύπημα: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0070.png Seite 70]] τό, Kränkung, Schmerz; ἔχω Soph. Trach. 551; D. C. 55. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0070.png Seite 70]] τό, Kränkung, Schmerz; ἔχω Soph. Trach. 551; D. C. 55. 17.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet d'affliction.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λύπημα''': τό, [[πόνος]], [[θλῖψις]], [[λύπη]], Δίων Κ. 55. 17· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Τρ. 554 λυτήριον [[λύπημα]] ἴδε [[λυτήριος]].
|lstext='''λύπημα''': τό, [[πόνος]], [[θλῖψις]], [[λύπη]], Δίων Κ. 55. 17· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Τρ. 554 λυτήριον [[λύπημα]] ἴδε [[λυτήριος]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet d'affliction.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:48, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπημα Medium diacritics: λύπημα Low diacritics: λύπημα Capitals: ΛΥΠΗΜΑ
Transliteration A: lýpēma Transliteration B: lypēma Transliteration C: lypima Beta Code: lu/phma

English (LSJ)

ατος, τό, pain, Antipho Soph.49 (pl.), D.C.55.17, f.l. in S.Tr.554.

German (Pape)

[Seite 70] τό, Kränkung, Schmerz; ἔχω Soph. Trach. 551; D. C. 55. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet d'affliction.
Étymologie: λυπέω.

Greek (Liddell-Scott)

λύπημα: τό, πόνος, θλῖψις, λύπη, Δίων Κ. 55. 17· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Τρ. 554 λυτήριον λύπημα ἴδε λυτήριος.

Greek Monolingual

-ήματος και -ημάτου, το (Α λύπημα, -ήματος) λυπώ
1. λύπη, θλίψη, πόνοςπολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.)
2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα του λυπημάτου» — λέγεται για όσους δυστυχούν εξαιτίας της υπερβολικής καλοσύνης τους, παροιμ.
β. «ᾗ δ' ἔχω, φίλαι, λυτήριον λύπημα, τῇ δ' ὑμῖν φράσω», Σοφ.).

Greek Monotonic

λύπημα: -ατος, τό (λυπέω), πόνος, θλίψη, άλγος, πικρία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λύπημα: ατος (ῡ) τό огорчение, печаль, скорбь (λ. ἔχειν Soph.).

Middle Liddell

λυπέω
pain, Soph.