μεταδρομή: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />poursuite, chasse.<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταδρομή''': ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941. | |lstext='''μεταδρομή''': ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A pursuit, chase, especially of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.); μ. Ἐρινύων E.IT941 (pl.). 2 running to and fro, of hunted hares, Plu.2.971d (pl.).
German (Pape)
[Seite 146] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
poursuite, chasse.
Étymologie: μεταδραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδρομή: ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.
Greek Monolingual
μεταδρομή, ἡ (Α)
1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.)
2. αλλαγή πορείας
3. τρέξιμο πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρομή (πρβλ. ἔ-δραμ-ον, αόρ. β' του τρέχω), πρβλ. διαδρομή, επιδρομή].
Greek Monotonic
μεταδρομή: ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταδρομή: ἡ преследование, погоня Xen.: μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα Eur. за мной неотступно гнались Эринии.
Middle Liddell
μετα-δρομή, ἡ,
a running after, pursuit, Eur., Xen.