μηδέποτε: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0170.png Seite 170]] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt [[μηδέ]] ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0170.png Seite 170]] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt [[μηδέ]] ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />jamais, et jamais.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ποτέ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηδέποτε''': ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο [[μηδέποτε]] ἐμποδὼν ἐν τῷ [[ἔμπροσθεν]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε [[οὐδέποτε]]. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, [[μηδὲ]] ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742. | |lstext='''μηδέποτε''': ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο [[μηδέποτε]] ἐμποδὼν ἐν τῷ [[ἔμπροσθεν]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε [[οὐδέποτε]]. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, [[μηδὲ]] ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. μηδέ-ποκα ib.22.1126.11 (Amphict. Delph., iv B.C.): Adv.:—A never, with pres. and past tenses, as well as fut., Ar.Pl.1000, Pl.Prt.315b. II μηδέ ποτε and never, Hes.Op.717, 744, A.Pr.1073 (anap.).
German (Pape)
[Seite 170] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.
French (Bailly abrégé)
adv.
jamais, et jamais.
Étymologie: μηδέ, ποτέ.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέποτε: ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε οὐδέποτε. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, μηδὲ ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.
English (Strong)
from μηδέ and ποτέ; not even ever: never.
Greek Monolingual
(ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ)
επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
κι ούτε ποτέ, και ποτέ
αρχ.
(το μηδέ ποτε είναι εντονότερο, με μεγαλύτερη έμφαση) σε καμία απολύτως περίπτωση («μηδέ ποθ' εἴπηθ' ὡς Ζεύς ὑμᾱς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ποτέ (πρβλ. ουδέποτε)].
Greek Monotonic
μηδέποτε: επίρρ.,
I. ποτέ, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μηδέ ποτε, και ποτέ, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μηδέποτε: adv., тж. раздельно
1) (и) никогда, ни разу: μ. ἀναμένειν Xen. никогда не медлить;
2) (усиленное) не, ни в коем случае не: μ. εἴπῃς Plat. ни в коем случае не говори.
Middle Liddell
I. never, Ar., Plat., etc.
II. μηδέ ποτε and never, Hes.
Chinese
原文音譯:mhdšpote 姆-得-坡-帖
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-?這-此外
字義溯源:永不,總不,從未,終不,終久不;由(μηδέ)=若不然)與(ποτέ)=同時)組成;其中 (μηδέ)由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(δέ)*=但)組成;而 (ποτέ)卻由(πού)=大約,某處)與(τέ)*=雙方)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 終久不(1) 提後3:7