Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ [[ποιητής]], Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ [[ποιητής]], Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui compose des fables, mythologue.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], [[λέγω]]³.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυθολόγος''': ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ [[ποιητής]], Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. [[φλύαρος]] [[ἄνθρωπος]], [[λάλος]], Μανέθων 4. 445.
|lstext='''μυθολόγος''': ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ [[ποιητής]], Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. [[φλύαρος]] [[ἄνθρωπος]], [[λάλος]], Μανέθων 4. 445.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui compose des fables, mythologue.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], [[λέγω]]³.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:59, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυθολόγος Medium diacritics: μυθολόγος Low diacritics: μυθολόγος Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mythológos Transliteration B: mythologos Transliteration C: mythologos Beta Code: muqolo/gos

English (LSJ)

ὁ, teller of legends, romancer, joined with ποιητής, Pl. R. 392d, cf. 398b, Lg. 664d, Thphr. HP 4.13.2, LXX Ba. 3.23; used of Hdt. by Arist. GA 756b6. Adj. mythological, μνήμη Call. Aet. 3.1.55.
prating, Man. 4.445.

German (Pape)

[Seite 215] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ ποιητής, Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des fables, mythologue.
Étymologie: μῦθος, λέγω³.

Greek (Liddell-Scott)

μυθολόγος: ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, λάλος, Μανέθων 4. 445.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυθολόγος)
αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία
(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς
αρχ.
1. ως επίθ. μυθολογικός
2. φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λόγος].

Greek Monotonic

μῡθολόγος: ὁ (λέγω), αφηγητής θρυλικών ιστοριών, αφηγητής με τη γενική έννοια του όρου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡθολόγος: II ὁ рассказчик мифов, сказочник, мифолог (μ. καὶ ποιητής Plat.).
мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.).

Middle Liddell

μῡθο-λόγος, ὁ, λέγω
a teller of legends, romancer, Plat.

English (Woodhouse)

writer of legends

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)