περιψύχω: Difference between revisions
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ [[περικροτέω]], D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. [[περίψυκτος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ [[περικροτέω]], D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. [[περίψυκτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>Ι.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> refroidir tout autour, à la surface <i>ou</i> aux extrémités ; <i>Pass.</i> se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rafraîchir, ranimer, récréer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se refroidir à la surface <i>ou</i> aux extrémités.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ψύχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιψύχω''': [ῡ], μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ [[ἄκρα]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7). | |lstext='''περιψύχω''': [ῡ], μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ [[ἄκρα]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], A chill all round, τὴν σάρκα Arist.Pr.966b11:—Pass., to be chilled all over, Hp.Epid.1.26.γ; grow cool, Thphr.Ign.52, Plu.2.690d:—also intr. in Act., Hp.Coac.176, Epid.3.17.ά, Thphr.l.c. II metaph., refresh, revive, cherish τινα LXX Si.30.7 (v.l.), D.H.7.46 (cj. Reiske), Alciphr.1.39.
German (Pape)
[Seite 601] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ περικροτέω, D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. περίψυκτος.
French (Bailly abrégé)
Ι. tr. 1 refroidir tout autour, à la surface ou aux extrémités ; Pass. se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;
2 fig. rafraîchir, ranimer, récréer;
II. intr. se refroidir à la surface ou aux extrémités.
Étymologie: περί, ψύχω.
Greek (Liddell-Scott)
περιψύχω: [ῡ], μέλλ. -ξω, κάμνω τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., γίνομαι ψυχρός, παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ ἄκρα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· γίνομαι ψυχρός, Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., δροσίζω, ἀναψύχω, περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7).
Greek Monolingual
Α
1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια
2. παθ. περιψύχομαι
καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.)
3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψύχω «ψυχραίνω, παγώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ψύχω afkoelen, koud worden.
Russian (Dvoretsky)
περιψύχω: (ῡ) охлаждать Arst., Plut.