περιζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> tablier;<br /><b>2</b> bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ζώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιζώστρα''': ἡ, [[περίζωμα]], Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. [[ταινία]] περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.
|lstext='''περιζώστρα''': ἡ, [[περίζωμα]], Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. [[ταινία]] περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> tablier;<br /><b>2</b> bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ζώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιζώστρα Medium diacritics: περιζώστρα Low diacritics: περιζώστρα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: perizṓstra Transliteration B: perizōstra Transliteration C: perizostra Beta Code: perizw/stra

English (LSJ)

ἡ, A apron, Anaxandr. 69. II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].

Greek Monotonic

περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περιζώστρα:повязка Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.

Middle Liddell

περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.