περιπρό: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> περὶ [[πρό]];<br /><i>adv.</i><br />tout à fait en avant, <i>càd</i> supérieurement, éminemment, extrêmement.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπρό''': Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «[[πάνυ]] γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, [[ἐπιπρό]].
|lstext='''περιπρό''': Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «[[πάνυ]] γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, [[ἐπιπρό]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> περὶ [[πρό]];<br /><i>adv.</i><br />tout à fait en avant, <i>càd</i> supérieurement, éminemment, extrêmement.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπρό Medium diacritics: περιπρό Low diacritics: περιπρό Capitals: ΠΕΡΙΠΡΟ
Transliteration A: peripró Transliteration B: peripro Transliteration C: peripro Beta Code: peripro/

English (LSJ)

Adv. very, especially, Il.11.180, Call.Jov.86.

German (Pape)

[Seite 589] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.

French (Bailly abrégé)

ou περὶ πρό;
adv.
tout à fait en avant, càd supérieurement, éminemment, extrêmement.

Greek (Liddell-Scott)

περιπρό: Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «πάνυ γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, ἐπιπρό.

English (Autenrieth)

around and before, Il. 11.180 and Il. 16.699.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. μπροστά και γύρω από κάτι
2. μτφ. πάρα πολύ, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πρό με επίρρμ. χρήση «εμπρός»].

Greek Monotonic

περιπρό: επίρρ., πάρα πολύ, πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

περιπρό: adv. тж. раздельно вокруг и впереди: π. ἔγχεϊ θῦεν Hom. (Атрид) вокруг и впереди себя неистовствовал копьем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπρό [περί, πρό] adv., buitengewoon.

Middle Liddell

very much, especially, Il.