πεντηκοστολόγος: Difference between revisions
ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo [[πεντηκοστηλόγος]] [[varia lectio|v.l.]]; Lob. Phryn. 658. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo [[πεντηκοστηλόγος]] [[varia lectio|v.l.]]; Lob. Phryn. 658. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />percepteur du droit du cinquantième.<br />'''Étymologie:''' [[πεντηκοστός]], [[λέγω]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντηκοστολόγος''': ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. [[πεντηκόσταρχος]]), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― [[ἐντεῦθεν]] πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, [[αὐτόθι]], πρβλ. Σουΐδ. | |lstext='''πεντηκοστολόγος''': ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. [[πεντηκόσταρχος]]), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― [[ἐντεῦθεν]] πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, [[αὐτόθι]], πρβλ. Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:06, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ,collector of the tax of two per cent, collector of the fiftieth-part tax, collector of the πεντηκοστή, at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.); at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 559] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo πεντηκοστηλόγος v.l.; Lob. Phryn. 658.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur du droit du cinquantième.
Étymologie: πεντηκοστός, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοστολόγος: ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. πεντηκόσταρχος), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― ἐντεῦθεν πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ μέρος ἔνθα εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, αὐτόθι, πρβλ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας του φόρου της πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη του φόρου της πεντηκοστής και την απογραφή του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος].
Greek Monotonic
πεντηκοστολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκοστολόγος -ου, ὁ [πεντηκοστός, λέγω] inner van belasting.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοστολόγος: ὁ сборщик двухпроцентного налога Dem.
Middle Liddell
πεντηκοστο-λόγος, ὁ, λέγω
a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.