πλάθανον: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />plateau rond pour faire le pain <i>ou</i> la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke. | |lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.
German (Pape)
[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθεν ἡ δούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
Greek Monotonic
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank.
Russian (Dvoretsky)
πλάθᾰνον: τό, v.l. πλαθάνη ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr.
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.
Meaning: cake mould, -form. (Theoc., Nic.).
Compounds: Synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.
Derivatives: -ανίτας ἄμυλος cake baked in a mould (Philox. 3, 17; not quite certain); πλαθ-ά f. image, εἰκών (Dor. in Plu.); synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word is most prob. Pre-Greek (πλαθ- cannot be made in IE, as it had no short a; so not to πλάσσω{{)}.
}}
Middle Liddell
πλᾰ́θᾰνον, ου, τό, πλατύς
a mould in which cakes were baked, Theocr.
Frisk Etymology German
πλάθανον: {pláthanon}
Grammar: n.
See also: s. πλάσσω.
Page 2,549