πηγαῖος: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; [[ῥέος]], Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; [[ῥέος]], Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />de source, qui coule d'une source <i>ou</i> d'une fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· ([[πηγή]])· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. [[ῥέος]], [[ὕδωρ]] ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· [[χέρνιψ]] Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. [[ἄχθος]], [[ἀγγεῖον]] πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον [[ἄχθος]] ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. [[ὕδωρ]], ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. | |lstext='''πηγαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· ([[πηγή]])· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. [[ῥέος]], [[ὕδωρ]] ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· [[χέρνιψ]] Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. [[ἄχθος]], [[ἀγγεῖον]] πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον [[ἄχθος]] ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. [[ὕδωρ]], ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.99(lyr.):— A from a spring, ὕδατα Hp.Aër.8; π. ῥέος spring-water, A.Ag.901; χέρνιψ E. l. c.; π. ἄχθος a weight of water, Id.El.108; π. κόραι water Nymphs, Id.Rh.929; π. ὕδωρ, ὕδατα, Pl.Lg.845e, Criti.113e; opp. συλλογιμαῖα, Arist.Mete.353b25: metaph., belonging to the primal source, Dam.Pr.96. Adv.-αίως Procl.in Prm.p.566S. II πηγαῖον, τό, = ἀρδάνιον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 608] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; ῥέος, Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
de source, qui coule d'une source ou d'une fontaine.
Étymologie: πηγή.
Greek (Liddell-Scott)
πηγαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· (πηγή)· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. ῥέος, ὕδωρ ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· χέρνιψ Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. ἄχθος, ἀγγεῖον πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. ὕδωρ, ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-α, -ο / πηγαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῖα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῖον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῖον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῖον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῖαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].
Greek Monotonic
πηγαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (πηγή), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πηγάδι, πηγαῖον ῥέος, νερό από την πηγή, σε Αισχύλ.· πηγαῖον ἄχθος, το βάρος ενός δοχείου με νερό, σε Ευρ.· πηγαῖαι κόραι, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγαῖος -α -ον [πηγή] van een bron, bron-.
Russian (Dvoretsky)
πηγαῖος: и
1) взятый из источника, ключевой (ὕδωρ Plat.; χέρνιψ Eur.): πεγαῖον ἄχθος Eur. ноша, т. е. сосуд с ключевой водой;
2) живущий у источников, водяной (κόραι Eur.).
Middle Liddell
πηγαῖος, η, ον πηγή
of or from a well, π. ῥέος spring-water, Aesch.; π. ἄχθος a weight of water, Eur.; π. κόραι water Nymphs, Eur.