πολλαχοῦ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] an vielen Orten; Eur. Hel. 594; καὶ ἄλλοι [[ἄλλοθι]] πολλ. ἄνδρες, Plat. Conv. 209 e; γῆς, Arist. u. Sp – Auch wie [[πολλαχῇ]], vielmals, oft, Her. 6, 122; λογίζεσθαι, Isocr. 4, 183; λέγειν, Plat. Prot. 329 c u. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] an vielen Orten; Eur. Hel. 594; καὶ ἄλλοι [[ἄλλοθι]] πολλ. ἄνδρες, Plat. Conv. 209 e; γῆς, Arist. u. Sp – Auch wie [[πολλαχῇ]], vielmals, oft, Her. 6, 122; λογίζεσθαι, Isocr. 4, 183; λέγειν, Plat. Prot. 329 c u. oft.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en beaucoup d'endroits ; [[πολλαχοῦ]] τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;<br /><b>2</b> souvent.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλᾰχοῦ''': ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, [[τοὔνομα]] γένοιτ’ ἂν [[πολλαχοῦ]] τὸ [[σῶμα]] δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ [[πολλάκις]] ἀκηκόατε [[πολλαχοῦ]] λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) μετὰ γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = [[πολλαχῆ]], [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.
|lstext='''πολλᾰχοῦ''': ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, [[τοὔνομα]] γένοιτ’ ἂν [[πολλαχοῦ]] τὸ [[σῶμα]] δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ [[πολλάκις]] ἀκηκόατε [[πολλαχοῦ]] λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) μετὰ γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = [[πολλαχῆ]], [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en beaucoup d'endroits ; [[πολλαχοῦ]] τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;<br /><b>2</b> souvent.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:19, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχοῦ Medium diacritics: πολλαχοῦ Low diacritics: πολλαχού Capitals: ΠΟΛΛΑΧΟΥ
Transliteration A: pollachoû Transliteration B: pollachou Transliteration C: pollachoy Beta Code: pollaxou=

English (LSJ)

Adv. A in many places, τοὔνομα γένοιτ' ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ' οὔ E.Hel.588, cf. Pl.Smp.209e; ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος Id.Ap.31c; π. ἐν τοῖς λόγοις Id.Prt.329c; Ὅμηρος π. λέγει Id.Cra.408a; π. ἄλλοθι X.Cyr.7.1.30. 2 c. gen., π. τῆς γῆς v.l. in Pl.Phd.111a. II = πολλαχῇ, on many grounds, interpol. in Hdt.6.122, v.l. in Isoc.4.183.

German (Pape)

[Seite 658] an vielen Orten; Eur. Hel. 594; καὶ ἄλλοι ἄλλοθι πολλ. ἄνδρες, Plat. Conv. 209 e; γῆς, Arist. u. Sp – Auch wie πολλαχῇ, vielmals, oft, Her. 6, 122; λογίζεσθαι, Isocr. 4, 183; λέγειν, Plat. Prot. 329 c u. oft.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en beaucoup d'endroits ; πολλαχοῦ τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;
2 souvent.
Étymologie: *πολλαχός.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχοῦ: ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, τοὔνομα γένοιτ’ ἂν πολλαχοῦ τὸ σῶμα δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) μετὰ γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = πολλαχῆ, πολλάκις, συχνάκις, Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.

Greek Monolingual

πολλαχοῦ ΝΜΑ
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία σε πολλούς τόπους («Ὅμηρος πολλαχοῦ λέγει», Πλάτ.)
αρχ.
πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. –οῦ (πρβλ. μυρι-αχ-ού)].

Greek Monotonic

πολλᾰχοῦ: επίρρ.,
I. 1. σε πολλούς τόπους, σε Ευρ., Πλάτ.
2. με γεν., πολλαχοῦ τῆς γῆς, σε Πλάτ.
II. = πολλαχῆ, πολλές φορές, συχνά, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαχοῦ [~ πολύς] adv. op veel plaatsen:; πολλαχοῦ τῆς γῆς op veel plaatsen op aarde Plat. Euthyph. 11a; op veel punten:. πολλαχοῦ ἐν τοῖς λόγοις op veel punten in jouw betoog Plat. Prot. 329c. in veel gevallen:; πολλαχοῦ... καὶ ἄλλοθι in veel andere situaties Xen. Cyr. 7.1.30; om veel redenen. Hdt. 6.122.1.

Russian (Dvoretsky)

πολλᾰχοῦ: adv.
1) во многих местах: καὶ ἄλλοι ἄλλοθι π. ἄνδρες Plat. да и другие люди во многих других местах; π. τῆς γῆς Plat. (v.l. πανταχοῦ) во многих местах земли;
2) (= πολλαχῇ) часто, неоднократно (λέγειν Plat.; λογίζεσθαι Isocr.): π. μνήμην τινὸς ἔχειν Her. часто вспоминать о ком-л.

Middle Liddell


I. in many places, Eur., Plat.
2. c. gen., π. τῆς γῆς Plat.
II. = πολλαχῆ, many times, often, Hdt., etc.

English (Woodhouse)

in many passages, in many places, in many ways

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)