πολυχανδής: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ές, viel fassend; [[ὅλμος]], Nic. Th. 951; [[λαιμός]], Nonn. D. 11, 162. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ές, viel fassend; [[ὅλμος]], Nic. Th. 951; [[λαιμός]], Nonn. D. 11, 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui contient beaucoup, de vaste capacité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χανδάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠχανδής''': -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· [[ὅλμος]] Νικ. Θηρ. 951· [[κοτύλη]] πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν». | |lstext='''πολῠχανδής''': -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· [[ὅλμος]] Νικ. Θηρ. 951· [[κοτύλη]] πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn.D.11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.
German (Pape)
[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui contient beaucoup, de vaste capacité.
Étymologie: πολύς, χανδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά
2. ευρύχωρος, φαρδύς («λαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ-χανδής].
Greek Monotonic
πολῠχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.
Russian (Dvoretsky)
πολυχανδής: много вмещающий, объемистый (κρωσσός Theocr.).