προσεξελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0760.png Seite 760]] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0760.png Seite 760]] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.
}}
{{bailly
|btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεξελίσσω''': [[ἐξελίσσω]] [[προσέτι]]· ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ἐπιτάσσω]] αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.
|lstext='''προσεξελίσσω''': [[ἐξελίσσω]] [[προσέτι]]· ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ἐπιτάσσω]] αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.
}}
{{bailly
|btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξελίσσω Medium diacritics: προσεξελίσσω Low diacritics: προσεξελίσσω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: prosexelíssō Transliteration B: prosexelissō Transliteration C: prosekselisso Beta Code: proseceli/ssw

English (LSJ)

unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.

French (Bailly abrégé)

développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.

Greek Monolingual

Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].

Greek Monotonic

προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσεξελίσσω: воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.).

Middle Liddell

fut. ξω
to unrol besides: of soldiers, to wheel them half-round, Polyb.