πρόπαρ: Difference between revisions
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0738.png Seite 738]] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, [[θανεῖν]], Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0738.png Seite 738]] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, [[θανεῖν]], Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>prép.</i> en avant, devant, gén.;<br /><b>2</b> <i>adv.</i> avant tout, plutôt.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παρά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόπᾰρ''': (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., [[ἔμπροσθεν]]..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· [[ὡσαύτως]], ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ [[πρόπαρ]] αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, [[μᾶλλον]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. [[προπάροιθε]]. | |lstext='''πρόπᾰρ''': (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., [[ἔμπροσθεν]]..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· [[ὡσαύτως]], ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ [[πρόπαρ]] αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, [[μᾶλλον]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. [[προπάροιθε]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:42, 2 October 2022
English (LSJ)
(παρά) Prep. with genitive, A before, in front of, Hes.Th.518, E. Ph.120 (lyr.). 2 along, αἰγιαλοῖο A.R.1.454, 4.1288. II abs. as adverb, before, sooner, rather, A.Supp.791 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 738] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, θανεῖν, Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119.
French (Bailly abrégé)
1 prép. en avant, devant, gén.;
2 adv. avant tout, plutôt.
Étymologie: πρό, παρά.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπᾰρ: (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· ὡσαύτως, ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, μᾶλλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. προπάροιθε.
Greek Monolingual
Α
Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.)
1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῦ», Ευρ.)
2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)
II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.)
πιο πριν, προηγουμένως («πρόπαρ θανούσας δ' Ἀίδας ἀνάσσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάρ, συντετμημένος τ. της πρόθεσης παρά.
Greek Monotonic
πρόπᾰρ: (παρά),·
I. πρόθ. με γεν., μπροστά, μπροστά από, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επίρρ., πιο πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πρόπᾰρ:
I adv. раньше, прежде, скорее: π. θανούσας δ᾽ Ἀΐδας ἀνάσσοι Aesch. лучше умереть мне (досл. пусть раньше Аид овладеет мертвой).
II praep. cum gen. перед Hes.: π. στρατοῦ Eur. впереди войска.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόπαρ [πρό, παρά] adv. van tijd eerder:. πρόπαρ θανούσας Ἀίδας ἀνάσσοι mogen wij voor die tijd sterven en Hades onze heerser zijn Aeschl. Suppl. 791 ( lyr. ). van plaats voor, vooraan:. τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἁγεῖται στρατοῦ wie is die man, die het leger aanvoert? Eur. Phoen. 120.
Middle Liddell
παρά
I. prep. with genitive before, in front of, Hes., Eur.
II. adv., before, sooner, Aesch.