πότης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
(1b)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] ὁ, Trinker; [[λύχνος]], ein viel Oel verzehrender Lampendocht, Ar. Nub. 58, der auch einen tom. superl. [[ποτίστατος]] bildet, starker Zecher, Av. 735; Ael. V. H. 12, 26. – Einzeln bei Sp.; auch πώτης, vgl. Lob. Phryn. 456.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] ὁ, Trinker; [[λύχνος]], ein viel Oel verzehrender Lampendocht, Ar. Nub. 58, der auch einen tom. superl. [[ποτίστατος]] bildet, starker Zecher, Av. 735; Ael. V. H. 12, 26. – Einzeln bei Sp.; auch πώτης, vgl. Lob. Phryn. 456.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
|lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:46, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 689] ὁ, Trinker; λύχνος, ein viel Oel verzehrender Lampendocht, Ar. Nub. 58, der auch einen tom. superl. ποτίστατος bildet, starker Zecher, Av. 735; Ael. V. H. 12, 26. – Einzeln bei Sp.; auch πώτης, vgl. Lob. Phryn. 456.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui boit beaucoup (lampe).
Étymologie: πίνω.

Greek (Liddell-Scott)

πότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων, πολυπότης, θηλ. πότις, (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ φιλοπότης, Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), πότις γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ πότις Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., πότης λύχνος, ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ ἔλαιον, Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, στίλβη πότις Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής
αρχ.
(για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

πότης: -ου, ὁ, θηλ. πότις (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πότης, μέθυσος, μπεκρής· μεταφ., πότης λύχνος, μεθυσμένο λυχνάρι, δηλ. αυτό που καταναλώνει πολύ λάδι, σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. ποτίστατος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πότης: ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. λύχνος Arph. светильник, поглощающий много масла.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότης -ου, ὁ [πίνω] drinker; overdr.. ποτὴς λύχνος een dorstige (d.w.z. veel verbruikende) lamp Aristoph. Nub. 57.

Middle Liddell

πότης, ου, ὁ, [!πο, Root of some tenses of πίνω
a drinker, tippler, toper:—metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i. e. that consumes much oil, Ar.: Comic Sup., ποτίστατος, Ar.