σελασφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0869.png Seite 869]] lichttragend, lichtbringend; λαμπάδες, Aesch. Eum. 976; sp. D., wie Nonn. D. 8, 341. Vgl. [[σελαηφόρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0869.png Seite 869]] lichttragend, lichtbringend; λαμπάδες, Aesch. Eum. 976; sp. D., wie Nonn. D. 8, 341. Vgl. [[σελαηφόρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la lumière.<br />'''Étymologie:''' [[σέλας]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σελασφόρος''': -ον, [[φωτοφόρος]], [[φεγγοβόλος]], [[λαμπροφόρος]], λαμπὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· ἀστὴρ Χριστοδ. Ἔκφρ. 360· ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος (ἴδε [[πυρφόρος]]), Παυσ. 1. 31, 4· - σελασφορέω, [[λάμπω]], Βυζ.· -φορία, ἡ, [[λαμπρότης]], [[λάμψις]], Εὐστ. Πονημάτ. 320. 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σελασφόρος]]· [[λαμπροφόρος]]».
|lstext='''σελασφόρος''': -ον, [[φωτοφόρος]], [[φεγγοβόλος]], [[λαμπροφόρος]], λαμπὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· ἀστὴρ Χριστοδ. Ἔκφρ. 360· ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος (ἴδε [[πυρφόρος]]), Παυσ. 1. 31, 4· - σελασφορέω, [[λάμπω]], Βυζ.· -φορία, ἡ, [[λαμπρότης]], [[λάμψις]], Εὐστ. Πονημάτ. 320. 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σελασφόρος]]· [[λαμπροφόρος]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la lumière.<br />'''Étymologie:''' [[σέλας]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελασφόρος Medium diacritics: σελασφόρος Low diacritics: σελασφόρος Capitals: ΣΕΛΑΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: selasphóros Transliteration B: selasphoros Transliteration C: selasforos Beta Code: selasfo/ros

English (LSJ)

ον, light-bearing, light-bringing, λαμπάδες A.Eu. 1022; ἅρμα prob. in Epic.Alex.Adesp.9 x 11; name of Ἄρτεμις (cf. πυρφόρος), Paus.1.31.4; of the moon, Cat.Cod.Astr.1.173.

German (Pape)

[Seite 869] lichttragend, lichtbringend; λαμπάδες, Aesch. Eum. 976; sp. D., wie Nonn. D. 8, 341. Vgl. σελαηφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la lumière.
Étymologie: σέλας, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

σελασφόρος: -ον, φωτοφόρος, φεγγοβόλος, λαμπροφόρος, λαμπὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· ἀστὴρ Χριστοδ. Ἔκφρ. 360· ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος (ἴδε πυρφόρος), Παυσ. 1. 31, 4· - σελασφορέω, λάμπω, Βυζ.· -φορία, ἡ, λαμπρότης, λάμψις, Εὐστ. Πονημάτ. 320. 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελασφόρος· λαμπροφόρος».

Greek Monolingual

-α, -ο / σελασφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός
αρχ.
(προσωνυμία της Αρτέμιδος) πυρφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλας + -φόρος].

Greek Monotonic

σελασφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει φως, φωτοδότης, σε Αισχύλ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Παυσ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σελασφόρος -ον [σέλας, φέρω] licht brengend.

Russian (Dvoretsky)

σελασφόρος: светоносный, сверкающий (λαμπάς Aesch.).

Middle Liddell

σελασ-φόρος, ον, φέρω
light-bringing, Aesch.

English (Woodhouse)

bright

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)