στραγγός: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] gedreht, gewunden, krumm, auch [[στραγός]] geschrieben, VLL., die [[στρεβλός]], [[ἄτακτος]] erkl., auch [[δύσκολος]], [[ἀναιδής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] gedreht, gewunden, krumm, auch [[στραγός]] geschrieben, VLL., die [[στρεβλός]], [[ἄτακτος]] erkl., auch [[δύσκολος]], [[ἀναιδής]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγός''': -ή, -όν, (ἴδε [[στράγξ]]), συνεστραμμένος, [[σκολιός]], διεστραμμένος, Φώτ. «[[στρεβλός]], ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, [[πολύπλοκος]], [[ἀνώμαλος]], Ἰατρ. 2) [[ἀναιδής]], Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] στραγός.
|lstext='''στραγγός''': -ή, -όν, (ἴδε [[στράγξ]]), συνεστραμμένος, [[σκολιός]], διεστραμμένος, Φώτ. «[[στρεβλός]], ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, [[πολύπλοκος]], [[ἀνώμαλος]], Ἰατρ. 2) [[ἀναιδής]], Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] στραγός.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στραγός]], -ή, -όν, ΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]], συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> [[ακανόνιστος]], [[ασταθής]] («στραγγοὶ πυρετοί»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναιδής]]<br /><b>4.</b> αυτός που ρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]]<br /><b>5.</b> (για [[πάθηση]]) [[σοβαρός]] («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στραγγῶς</i> Α<br />[[στάγδην]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]].
|mltxt=και [[στραγός]], -ή, -όν, ΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]], συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> [[ακανόνιστος]], [[ασταθής]] («στραγγοὶ πυρετοί»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναιδής]]<br /><b>4.</b> αυτός που ρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]]<br /><b>5.</b> (για [[πάθηση]]) [[σοβαρός]] («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στραγγῶς</i> Α<br />[[στάγδην]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]].
}}
}}

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγός Medium diacritics: στραγγός Low diacritics: στραγγός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΣ
Transliteration A: strangós Transliteration B: strangos Transliteration C: straggos Beta Code: straggo/s

English (LSJ)

ή, όν, A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid. II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14. 2 shameless, Phot., Suid. III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. -γῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).

German (Pape)

[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.
Étymologie: στράγξ.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.

Greek Monolingual

και στραγός, -ή, -όν, ΜΑ στράγξ, -γγός]
1. στριμμένος, συνεστραμμένος
2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί»)
3. (για πρόσ.) αναιδής
4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα
5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.).
επίρρ...
στραγγῶς Α
στάγδην, σταγόνα σταγόνα.