στροβιλώδης: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ες, = [[στροβιλοειδής]], kegelförmig, Plut. Sull. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ες, = [[στροβιλοειδής]], kegelförmig, Plut. Sull. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στροβῑλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[στροβιλοειδής]], Πλουτ. Σύλλ. 17. | |lstext='''στροβῑλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[στροβιλοειδής]], Πλουτ. Σύλλ. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:07, 2 October 2022
English (LSJ)
ες,= στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.
German (Pape)
[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
en forme de toupie ou de pomme de pin.
Étymologie: στρόβιλος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.
Greek Monolingual
-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ στρόβιλος
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).
Greek Monotonic
στροβῑλώδης: -ες, συνηρ. αντί στροβιλοειδής, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροβιλώδης -ες [στρόβιλος] kegelvormig.
Russian (Dvoretsky)
στροβῑλώδης: конусообразный, конический (ὄρος Plut.).
Middle Liddell
στροβῑλ-ώδης, ες [contr. for στροβιλοειδής, Plut.]