συνεξιχνεύω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunecixneu/w | |Beta Code=sunecixneu/w | ||
|Definition=[[trace out along with]], τινί τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>18</span>. | |Definition=[[trace out along with]], τινί τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>18</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=suivre ensemble à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξιχνεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξιχνεύω''': [[ἐξιχνεύω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, πολλούς ἔχων [[ἔξωθεν]] ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18. | |lstext='''συνεξιχνεύω''': [[ἐξιχνεύω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, πολλούς ἔχων [[ἔξωθεν]] ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:31, 2 October 2022
English (LSJ)
trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.
French (Bailly abrégé)
suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monotonic
συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.