Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tumpanisth/s
|Beta Code=tumpanisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who beats the]] [[τύμπανον]], [[drummer]], <span class="bibl">Str.15.1.52</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>630 iv 1</span> (ii A. D.); [[Τυμπανισταί]], name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, <span class="bibl">D.18.284</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> gen. pl. <b class="b3">-ιστῶν</b> (from <b class="b3">-ιστός</b>) = [[membraneorum]], Gloss.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who beats the]] [[τύμπανον]], [[drummer]], <span class="bibl">Str.15.1.52</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>630 iv 1</span> (ii A. D.); [[Τυμπανισταί]], name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, <span class="bibl">D.18.284</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> gen. pl. <b class="b3">-ιστῶν</b> (from <b class="b3">-ιστός</b>) = [[membraneorum]], Gloss.</span>
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui joue du tambour, le tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ [[τύμπανον]], τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, [[ἱέρεια]] τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.
|lstext='''τυμπᾰνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ [[τύμπανον]], τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, [[ἱέρεια]] τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui joue du tambour, le tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνιστής Medium diacritics: τυμπανιστής Low diacritics: τυμπανιστής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: tympanistḗs Transliteration B: tympanistēs Transliteration C: tympanistis Beta Code: tumpanisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12. II gen. pl. -ιστῶν (from -ιστός) = membraneorum, Gloss.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.

Greek Monolingual

ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ τυμπανίζω
αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης
νεοελλ.
(ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή μουσικός που παίζει τύμπανο σε ορχήστρα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Τυμπανισταί
τίτλος έργου του Σοφοκλέους
2. το θηλ. ιέρεια της Κυβέλης, η οποία είχε ως έργο την κρούση τυμπάνου κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών προς τιμήν αυτής της θεάς.

Greek Monotonic

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ (τυμπανίζω), θηλ. τυμπανίστρια, ιέρεια της Κυβέλης, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανιστής -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] bespeler van de tamboerijn.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνιστής: οῦ ὁ барабанщик Luc.

Middle Liddell

τυμπᾰνιστής, οῦ, ὁ, τυμπανίζω
of a priestess of Cybele, Dem.