φιλόπρωτος: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] gern der Erste sein wollend, nach dem ersten Range, der Oberherrschaft strebend, Artemid. 3, 32; τὸ φιλόπρωτον = [[φιλοπρωτεία]], Plut. Sol. 29 Alcib. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] gern der Erste sein wollend, nach dem ersten Range, der Oberherrschaft strebend, Artemid. 3, 32; τὸ φιλόπρωτον = [[φιλοπρωτεία]], Plut. Sol. 29 Alcib. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime à primer, qui ambitionne le premier rang ; τὸ φιλόπρωτον désir de primer.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πρῶτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόπρωτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ [[εἶναι]] πρῶτος, [[φιλότιμος]] καὶ [[φιλόνεικος]] καὶ [[φιλόπρωτος]] ἦν Πολυβ. Γραμματ. Ἀποσπ. 115, Πλούτ., κλπ.· τὸ φιλόπρωτον = [[φιλοπρωτεία]], Πλουτ. Σόλων 59, Ἀλκ. 2, κλπ. | |lstext='''φῐλόπρωτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ [[εἶναι]] πρῶτος, [[φιλότιμος]] καὶ [[φιλόνεικος]] καὶ [[φιλόπρωτος]] ἦν Πολυβ. Γραμματ. Ἀποσπ. 115, Πλούτ., κλπ.· τὸ φιλόπρωτον = [[φιλοπρωτεία]], Πλουτ. Σόλων 59, Ἀλκ. 2, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, fond of being first, Plb (?). Fr. (post 29.18) ap.Suid. s.v. πρωτόπειρος, Plu.2.471d, Artem.2.32, etc.; τὸ φ., = φιλοπρωτεία, Plu.Sol.29, Alc.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1284] gern der Erste sein wollend, nach dem ersten Range, der Oberherrschaft strebend, Artemid. 3, 32; τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Plut. Sol. 29 Alcib. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à primer, qui ambitionne le premier rang ; τὸ φιλόπρωτον désir de primer.
Étymologie: φίλος, πρῶτος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπρωτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ εἶναι πρῶτος, φιλότιμος καὶ φιλόνεικος καὶ φιλόπρωτος ἦν Πολυβ. Γραμματ. Ἀποσπ. 115, Πλούτ., κλπ.· τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Πλουτ. Σόλων 59, Ἀλκ. 2, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόπρωτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που επιθυμεί να έχει πάντα τα πρωτεία, που αγωνίζεται να είναι πάντα πρώτος
2. αρχομανής, φίλαρχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπρωτον
η φιλοπρωτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πρῶτος (πρβλ. παντά-πρωτος)].
Greek Monotonic
φῐλόπρωτος: -ον, αυτός που αγαπά να είναι πρώτος· τὸ φιλόπρωτον, προθυμία να είναι κανείς πρώτος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόπρωτος: стремящийся к первенству Polyb., Plut.
Middle Liddell
φῐλό-πρωτος, ον,
fond of being first: τὸ φιλόπρωτον eagerness to be first, Plut.