φορτηγός: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; [[ναυβάτης]] Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; [[ναυβάτης]] Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui transporte des marchandises par mer : [[ναῦς]] <i>ou</i> [[πλοῖον]] vaisseau de transport, cargo.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορτηγός''': -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, [[ἔμπορος]], Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· [[ναυβάτης]] φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ [[γούνατα]] μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. [[ναῦς]] (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· [[πλοῖον]] Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
|lstext='''φορτηγός''': -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, [[ἔμπορος]], Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· [[ναυβάτης]] φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ [[γούνατα]] μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. [[ναῦς]] (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· [[πλοῖον]] Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui transporte des marchandises par mer : [[ναῦς]] <i>ou</i> [[πλοῖον]] vaisseau de transport, cargo.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγός Medium diacritics: φορτηγός Low diacritics: φορτηγός Capitals: ΦΟΡΤΗΓΟΣ
Transliteration A: phortēgós Transliteration B: phortēgos Transliteration C: fortigos Beta Code: forthgo/s

English (LSJ)

ὁ, one who carries cargoes, merchant, Thgn.679, Simon.178: as adjective, ναυβάτης φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα D.S.14.55, 20.85.

German (Pape)

[Seite 1301] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui transporte des marchandises par mer : ναῦς ou πλοῖον vaisseau de transport, cargo.
Étymologie: φόρτος, ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγός: -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, ἔμπορος, Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· ναυβάτης φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. ναῦς (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· πλοῖον Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.

Greek Monolingual

-ό / φορτηγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῦς», Πολυδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό
αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων
(αρχ) (για πρόσ.) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, έμποροςναυβάτης φορτηγός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φορτηγός: ὁ (ἄγω), αυτός που μεταφέρει φορτία, μεταφορέας, έμπορος, σε Θέογν., Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φορτηγός:
1) перевозящий грузы, грузовой (ναῦς Polyb., Plut.; πλοῖον Diod.);
2) занимающийся перевозкой грузов (ναυβάτης Aesch.).

Middle Liddell

φορτ-ηγός, οῦ, ὁ, [ἄγω]
one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant, Theogn., Polyb.