φαλάγγιον: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] τό, 1) eine Spinne, bes. eine giftige; Plat. Euthyd. 290 a; Xen. Mem. 1, 3,12; Dem. 25, 96, neben [[ἔχις]] genannt. – 2) ein Heilkraut, Phalangenkraut, das wider den Biß giftiger Spinnen helfen soll, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] τό, 1) eine Spinne, bes. eine giftige; Plat. Euthyd. 290 a; Xen. Mem. 1, 3,12; Dem. 25, 96, neben [[ἔχις]] genannt. – 2) ein Heilkraut, Phalangenkraut, das wider den Biß giftiger Spinnen helfen soll, Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />tarentule, araignée venimeuse, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[φάλαγξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλάγγιον''': τό, ([[φάλαγξ]] IV) [[εἶδος]] ἰοβόλου [[ἀράχνης]], κοινῶς «σφαλάγγι», Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· διαστέλλεται ἀπὸ τῶν ὁμοειδῶν [[ἀράχνης]], ἀραχνίου, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς τὸ [[ἀράχνιον]], τὸ [[ὕφασμα]] τῆς [[ἀράχνης]], [[αὐτόθι]] 5. 27, 5· ― ὁ Sundevall παρατηρεῖ ὅτι τὰ φαλάγγια δὲν ὑφαίνουσιν ἱστούς. ΙΙ. phalangium, [[βοτάνη]] τις, ἥτις, ὡς λέγεται, θεραπεύει τοῦ φαλαγγίου τὸ [[δῆγμα]], Διόσκ. 3. 122· καὶ φαλαγγίτιον, [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, στρογγύλον [[ξύλον]] τιθέμενον ὑπὸ τὸ [[πλοῖον]] πρὸς μετακίνησιν [[αὐτοῦ]] (ἐπὶ τῆς ξηρᾶς), Εὐστ. 140. 9., 469. 15, «φαλάγγια· στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ κόρακας» Ἡσύχ., καὶ οἱ κόρακες δὲ παρ’ Ἀττικοῖς φαλάγγια» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 886, 50. | |lstext='''φᾰλάγγιον''': τό, ([[φάλαγξ]] IV) [[εἶδος]] ἰοβόλου [[ἀράχνης]], κοινῶς «σφαλάγγι», Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· διαστέλλεται ἀπὸ τῶν ὁμοειδῶν [[ἀράχνης]], ἀραχνίου, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς τὸ [[ἀράχνιον]], τὸ [[ὕφασμα]] τῆς [[ἀράχνης]], [[αὐτόθι]] 5. 27, 5· ― ὁ Sundevall παρατηρεῖ ὅτι τὰ φαλάγγια δὲν ὑφαίνουσιν ἱστούς. ΙΙ. phalangium, [[βοτάνη]] τις, ἥτις, ὡς λέγεται, θεραπεύει τοῦ φαλαγγίου τὸ [[δῆγμα]], Διόσκ. 3. 122· καὶ φαλαγγίτιον, [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, στρογγύλον [[ξύλον]] τιθέμενον ὑπὸ τὸ [[πλοῖον]] πρὸς μετακίνησιν [[αὐτοῦ]] (ἐπὶ τῆς ξηρᾶς), Εὐστ. 140. 9., 469. 15, «φαλάγγια· στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ κόρακας» Ἡσύχ., καὶ οἱ κόρακες δὲ παρ’ Ἀττικοῖς φαλάγγια» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 886, 50. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (φάλαγξ v) a kind of A venomous spider, esp. Lathrodectus or malmignatte, Pl.Euthd.290a, X.Mem.1.3.12, Thphr.HP8.10.1, Diocl.Fr.145; distinguished from ἀράχνιον, Arist.HA622b28, cf. 555b12. II spider-wort, Lloydia graeca, a herb, said to cure this spider's bite, Dsc.3.108. III log or roller put under a ship, Hsch., Eust.140.9, 469.20: written φᾰλαγγ-εῖον, EM786.45.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, 1) eine Spinne, bes. eine giftige; Plat. Euthyd. 290 a; Xen. Mem. 1, 3,12; Dem. 25, 96, neben ἔχις genannt. – 2) ein Heilkraut, Phalangenkraut, das wider den Biß giftiger Spinnen helfen soll, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tarentule, araignée venimeuse, insecte.
Étymologie: dim. de φάλαγξ.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάγγιον: τό, (φάλαγξ IV) εἶδος ἰοβόλου ἀράχνης, κοινῶς «σφαλάγγι», Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· διαστέλλεται ἀπὸ τῶν ὁμοειδῶν ἀράχνης, ἀραχνίου, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς τὸ ἀράχνιον, τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, αὐτόθι 5. 27, 5· ― ὁ Sundevall παρατηρεῖ ὅτι τὰ φαλάγγια δὲν ὑφαίνουσιν ἱστούς. ΙΙ. phalangium, βοτάνη τις, ἥτις, ὡς λέγεται, θεραπεύει τοῦ φαλαγγίου τὸ δῆγμα, Διόσκ. 3. 122· καὶ φαλαγγίτιον, αὐτόθι. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, στρογγύλον ξύλον τιθέμενον ὑπὸ τὸ πλοῖον πρὸς μετακίνησιν αὐτοῦ (ἐπὶ τῆς ξηρᾶς), Εὐστ. 140. 9., 469. 15, «φαλάγγια· στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ κόρακας» Ἡσύχ., καὶ οἱ κόρακες δὲ παρ’ Ἀττικοῖς φαλάγγια» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 886, 50.
Greek Monotonic
φαλάγγιον: τό, = φάλαγξ III, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλάγγιον: τό [demin. к φάλαγξ
1) ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.;
2) паутина Arst.
Middle Liddell
φᾰλάγγιον, ου, τό, = φάλαγξ III, Plat., Xen.]