ψυδνός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] = [[ψυδρός]], Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu [[ψυδρός]] verhält, wie [[κυδνός]] zu [[κυδρός]]; [[ψεδνός]] aber ist f. L.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] = [[ψυδρός]], Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu [[ψυδρός]] verhält, wie [[κυδνός]] zu [[κυδρός]]; [[ψεδνός]] aber ist f. L.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ψυδρός]].<br />'''Étymologie:''' [[ψεύδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψυδνός''': -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = [[ψυδρός]], ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ [[κυδνός]], [[ὅπερ]] ὑπάρχει παρὰ τὸ [[κυδρός]], Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.
|lstext='''ψυδνός''': -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = [[ψυδρός]], ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ [[κυδνός]], [[ὅπερ]] ὑπάρχει παρὰ τὸ [[κυδρός]], Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ψυδρός]].<br />'''Étymologie:''' [[ψεύδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυδνός Medium diacritics: ψυδνός Low diacritics: ψυδνός Capitals: ΨΥΔΝΟΣ
Transliteration A: psydnós Transliteration B: psydnos Transliteration C: psydnos Beta Code: yudno/s

English (LSJ)

ή, όν, A v.l. for ψυδρός in Thgn.122. II ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη, Hsch.: misspelt ψυάνη· ἁρεά, ὀλίγη, Theognost.Can. 26. (With ψυδνός (s. v.l.) cf. κυδνός; for the sense cf. ψύθιος.)

German (Pape)

[Seite 1402] = ψυδρός, Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu ψυδρός verhält, wie κυδνός zu κυδρός; ψεδνός aber ist f. L.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ψυδρός.
Étymologie: ψεύδω.

Greek (Liddell-Scott)

ψυδνός: -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = ψυδρός, ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ κυδνός, ὅπερ ὑπάρχει παρὰ τὸ κυδρός, Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ψευδής
2. φρ. «ψυδνή χέρσος»
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιά, ὀλίγη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].

Greek Monotonic

ψυδνός: -ή, -όν ή ψυδρός, -ά, -όν (ψεύδομαι), ψεύτικος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ψυδνός, ή, όν ψεύδομαι
false, Theogn.