χορταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1367.png Seite 1367]] 1) von Gras. – 2) χιτὼν [[χορταῖος]], das Unterkleid, das die Silenen auf dem Theater trugen, zottig, mit langer Wolle, wie ein Schaafpelz, od Fries, auch [[μαλλωτός]] und [[ἀμφίμαλλος]] genannt D. Hal. 7, 72; Ael. V. H. 3, 40; Poll. 7, 60.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1367.png Seite 1367]] 1) von Gras. – 2) χιτὼν [[χορταῖος]], das Unterkleid, das die Silenen auf dem Theater trugen, zottig, mit langer Wolle, wie ein Schaafpelz, od Fries, auch [[μαλλωτός]] und [[ἀμφίμαλλος]] genannt D. Hal. 7, 72; Ael. V. H. 3, 40; Poll. 7, 60.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d'herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d'une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l'origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d'herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d'une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l'origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορταῖος Medium diacritics: χορταῖος Low diacritics: χορταίος Capitals: ΧΟΡΤΑΙΟΣ
Transliteration A: chortaîos Transliteration B: chortaios Transliteration C: chortaios Beta Code: xortai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or for a farmyard (v. χόρτος 1):—χιτὼν χορταῖος a shaggy coat of skins worn by the actor who played Silenus, expld. by μαλλωτός, D.H.7.72, cf. Ael.VH3.40: generally, rough coarse coat, Ar.Fr.707a, Hsch. II χορταία, ἡ (sc. γῆ), pasture-land POxy.2113.19 (iv A. D., written κορταῖος.

German (Pape)

[Seite 1367] 1) von Gras. – 2) χιτὼν χορταῖος, das Unterkleid, das die Silenen auf dem Theater trugen, zottig, mit langer Wolle, wie ein Schaafpelz, od Fries, auch μαλλωτός und ἀμφίμαλλος genannt D. Hal. 7, 72; Ael. V. H. 3, 40; Poll. 7, 60.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de fourrage, d'herbe : χορταῖος χιτών, tunique d'une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l'origine.
Étymologie: χόρτος.

Greek (Liddell-Scott)

χορταῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χόρτον, περίβολον (ἴδε χόρτος Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν δασύς ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· καθόλου, δασὺ καὶ τραχὺ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία
(ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι
3. φρ. «χιτὼν χορταῖος»
i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.)
ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο θέατρο τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. -αῖος].

Russian (Dvoretsky)

χορταῖος: досл. скотный или скотский, перен. косматый (χιτών Arph.).