ἀλαζονεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0088.png Seite 88]] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; [[περί]] τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0088.png Seite 88]] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; [[περί]] τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.
}}
{{bailly
|btext=faire le fanfaron, se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζών]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλαζονεύομαι''': μέλλ. ἀλαζονεύσομαι, ἀποθ.: ([[ἀλαζών]]) = [[κομπάζω]], [[κομπορρημονώ|κομπορρημονῶ]], Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., [[περί]] τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., [[ὑποκρίνομαι]], [[προσποιοῦμαι]], Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.
|lstext='''ἀλαζονεύομαι''': μέλλ. ἀλαζονεύσομαι, ἀποθ.: ([[ἀλαζών]]) = [[κομπάζω]], [[κομπορρημονώ|κομπορρημονῶ]], Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., [[περί]] τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., [[ὑποκρίνομαι]], [[προσποιοῦμαι]], Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=faire le fanfaron, se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζών]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζονεύομαι Medium diacritics: ἀλαζονεύομαι Low diacritics: αλαζονεύομαι Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: alazoneúomai Transliteration B: alazoneuomai Transliteration C: alazoneyomai Beta Code: a)lazoneu/omai

English (LSJ)

fut.
A ἀλαζονεύσομαι D.36.41: (ἀλαζών): —make false pretensions, brag, Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.
2 feign, Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη δεῖ ἀλαζονευομένους Arist.Oec.1344a19.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): act. ἀλαζονεύω Aesop.218.1
• Prosodia: [ᾰ-]
1 jactarse, alardear, fanfarronear abs., Ar.Ra.280, Au.825, Lys.Fr.47, D.36.41, op. μετρίως διαλέγεσθαι Isoc.12.74, 13.1, de los sofistas, X.Mem.1.7.5, Arist.EN 1127b17, cf. LXX Pr.25.6, Fauorin.De Ex.10.22, Ph.1.551, Aesop.33, D.Chr.43.2, D.C.44.38.4
c. constr. prep. περὶ τῶν μετεώρων Eup.157, Isoc.13.10, ὑπὲρ οὗ λέγουσι ταῦτα καὶ ἀλαζονεύονται X.Cyr.2.2.11, ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀ. Aristipp.117, raro en v. act. ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα Aesop.218.1, οἱ ἐν λόγοις ἀλαζονευσάμενοι Critol.34
c. part. pred. ὁ κύων δὲ τὸν κώδωνα δι' ἀγορῆς σείων ἠλαζονεύετο Babr.104.5, ἀ. ὡς δὴ καὶ αὐτὸς σεμνός τις ὤν Cleom.2.1.476
c. ac. de cosa presumir de ταῦτα Aeschin.3.218, χρήματα Hdn.2.7.2, cf. 1Ep.Clem.2.1
c. ac. de cosa y pred. τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι Ep.Diog.4.4
c. ac. de pers. y pred. πατέρα θεόν jactarse de tener a Dios por padre LXX Sap.2.16.
2 fingir Pl.Hp.Mi.371a
c. ac. τὰ ἤθη Arist.Oec.1344a19.

German (Pape)

[Seite 88] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; περί τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.

French (Bailly abrégé)

faire le fanfaron, se vanter.
Étymologie: ἀλαζών.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονεύομαι: μέλλ. ἀλαζονεύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = κομπάζω, κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., περί τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

ἀλαζονεύομαι)
είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ
αρχ.
υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών -όνος.
ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα].

Greek Monotonic

ἀλαζονεύομαι: μέλ. ἀλαζονεύσομαι· αποθ.· (ἀλαζώνκομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζονεύομαι: (ᾰλ) хвастаться, кичиться Lys., Xen., Plat., Plut. (ἀ. περί τινος Isocr., Xen., Arst. и ἐπί τινι Diog. L.): ἀ. τι Arst. хвастливо выставлять что-л. напоказ.

Middle Liddell

ἀλαζών
to make false pretensions, of the Sophists, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζονεύομαι ἀλαζών
1. liegen, bedriegen.
2. grootspreken, opscheppen, pretenties hebben.