ἀμεμφία: Difference between revisions
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0121.png Seite 121]] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ [[ἀμεμφία]] φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0121.png Seite 121]] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ [[ἀμεμφία]] φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀμεμφεία]] LSJ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμεμφία''': ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ [[ἀμεμφία]] φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν [[εἶναι]] ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας [[χάριν]], [[χάριν]] ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία. | |lstext='''ἀμεμφία''': ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ [[ἀμεμφία]] φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν [[εἶναι]] ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας [[χάριν]], [[χάριν]] ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, freedom from blame, διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the mediator has no freedom from blame on the part of his friends, A.Th.909; ἀμεμφίας χάριν = for avoidance of censure, S.Fr.283. (ἀμεμφεία shd. perhaps be written in both passages.)
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἀμεμφεία LSJ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμφία: ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ ἀμεμφία φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας χάριν, χάριν ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία.
Greek Monolingual
ἀμεμφία, η (Α) ἀμεμφής
(διορθώνεται σε ἀμεμφεία)
1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος
2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη.
Greek Monotonic
ἀμεμφία: ἡ, απαλλαγή από κατηγορία, ψόγο, επίκριση, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
Middle Liddell
[from ἀμεμφής (v. under ἄμεμπτος).]
freedom from blame, Aesch., Soph.