ἀνάπνευσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμπ- Q.S.11.438<br /><b class="num">I</b> [[respiro]], [[reposo]] πολέμοιο <i>Il</i>.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν [[ἀνάπνευσις]] μογέοντι A.R.2.474.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[inspiración]], [[acción de inspirar]] op. [[ἔκπνευσις]] Arist.<i>HA</i> 492<sup>b</sup>8<br /><b class="num">•</b>medic. [[inhalación]] ἀ. ποιέειν Hp.<i>Morb</i>.3.3.<br /><b class="num">2</b> [[respiración]] ἡ [[ἀνάπνευσις]] ψόφον τινὰ παρέχει Arist.<i>Pr</i>.904<sup>b</sup>12<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.<i>Ti</i>.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμπ- Q.S.11.438<br /><b class="num">I</b> [[respiro]], [[reposo]] πολέμοιο <i>Il</i>.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν [[ἀνάπνευσις]] μογέοντι A.R.2.474.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[inspiración]], [[acción de inspirar]] op. [[ἔκπνευσις]] Arist.<i>HA</i> 492<sup>b</sup>8<br /><b class="num">•</b>medic. [[inhalación]] ἀ. ποιέειν Hp.<i>Morb</i>.3.3.<br /><b class="num">2</b> [[respiración]] ἡ [[ἀνάπνευσις]] ψόφον τινὰ παρέχει Arist.<i>Pr</i>.904<sup>b</sup>12<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.<i>Ti</i>.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de reprendre haleine, de se reposer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπνέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπνευσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναπνέω]]) [[ἀνάκτησις]] ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, [[ἀνάπαυλα]] ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ [[ἀνάπνευσις]] πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. [[εἰσπνοή]], Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκπνευσις]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.
|lstext='''ἀνάπνευσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναπνέω]]) [[ἀνάκτησις]] ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, [[ἀνάπαυλα]] ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ [[ἀνάπνευσις]] πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. [[εἰσπνοή]], Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκπνευσις]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de reprendre haleine, de se reposer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπνέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπνευσις Medium diacritics: ἀνάπνευσις Low diacritics: ανάπνευσις Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: anápneusis Transliteration B: anapneusis Transliteration C: anapnefsis Beta Code: a)na/pneusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A recovery of breath: respite from, ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο Il.11.801, 16.43. II breathing in, ὕδατος, of fishes, Pl. Ti.92b; inhalation, opp. ἔκπνευσις, Arist.HA492b8.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Q.S.11.438
I respiro, reposo πολέμοιο Il.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν ἀνάπνευσις μογέοντι A.R.2.474.
II 1inspiración, acción de inspirar op. ἔκπνευσις Arist.HA 492b8
medic. inhalación ἀ. ποιέειν Hp.Morb.3.3.
2 respiraciónἀνάπνευσις ψόφον τινὰ παρέχει Arist.Pr.904b12
c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.Ti.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de reprendre haleine, de se reposer de.
Étymologie: ἀναπνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ, (ἀναπνέω) ἀνάκτησις ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, ἀνάπαυλα ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ ἀνάπνευσις πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. εἰσπνοή, Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκπνευσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.

English (Autenrieth)

(ἀναπνέω): recovering of breath, respite; πολέμοιο, ‘from fighting.’ (Il.)

Greek Monolingual

ἀνάπνευσις (-εως), η (Α)
1. ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα
2. αναπνοή
3. εισπνοή (αντίθ. του ἔκπνευσις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος].

Greek Monotonic

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ (ἀναπνέω), ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπνευσις: εως ἡ
1) вдыхание, вдох Plat., Arst.;
2) передышка, отдых (ὀλίγη ἀ. πολέμοιο Hom.).

Middle Liddell

ἀναπνέω
recovery of breath, respite from a thing, c. gen., Il.