ἀμφίδυμος: Difference between revisions
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0138.png Seite 138]] (δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß [[γένεθλον]] ἀμφίδυμον – μετὰ στρουθοῖο [[κάμηλος]], ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0138.png Seite 138]] (δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß [[γένεθλον]] ἀμφίδυμον – μετὰ στρουθοῖο [[κάμηλος]], ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />double.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δίδυμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίδῠμος''': -ον, [[δίδυμος]], διπλοῦς, λιμὴν ἀμφ. Ὀδ. Δ. 847· ἀκταὶ Ἀπολ. Ρόδ. Α. 940, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 179: ὁ διπλῆν ἔχων φύσιν, ὁ αὐτ. Κυν. 3. 483. (Ἡ [[κατάληξις]] -δυμος ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]]). | |lstext='''ἀμφίδῠμος''': -ον, [[δίδυμος]], διπλοῦς, λιμὴν ἀμφ. Ὀδ. Δ. 847· ἀκταὶ Ἀπολ. Ρόδ. Α. 940, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 179: ὁ διπλῆν ἔχων φύσιν, ὁ αὐτ. Κυν. 3. 483. (Ἡ [[κατάληξις]] -δυμος ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 12:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, two-fold, double, λιμένες ἀ. Od.4.847; ἀκταί A.R. 1.940; πλάστιγγες Opp. H.2.179; ἰσθμός Str.6.1.5; of double nature, Opp.C.3.483; with two barbs, ἄκοντες 1.92. (The termin. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.)
Spanish (DGE)
(ἀμφίδῠμος) -ον
1 doble λιμένες ἀ. puertos en ambas costas (en una isla) Od.4.847, cf. Call.Fr.15, ἀκταὶ ἀ. las riberas (de un istmo) que tiene puertos en ambas costas A.R.1.940, cf. Str.6.1.5 ἀ. πλάστιγγες dobles valvas de la ostra Opp.H.2.179
•gener. dos ἄκοντες Opp.C.1.92 (de doble gancho según el Sch.), παῖδες Opp.C.3.61.
2 de doble naturaleza γένεθλον (cruce de camello y avestruz), Opp.C.3.483.
German (Pape)
[Seite 138] (δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß γένεθλον ἀμφίδυμον – μετὰ στρουθοῖο κάμηλος, ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
double.
Étymologie: ἀμφί, δίδυμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίδῠμος: -ον, δίδυμος, διπλοῦς, λιμὴν ἀμφ. Ὀδ. Δ. 847· ἀκταὶ Ἀπολ. Ρόδ. Α. 940, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 179: ὁ διπλῆν ἔχων φύσιν, ὁ αὐτ. Κυν. 3. 483. (Ἡ κατάληξις -δυμος ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξ. δίδυμος, τρίδυμος).
English (Autenrieth)
double, only pl., λιμένες (on both sides of the island), Od. 4.847†.
Greek Monolingual
ἀμφίδυμος, -ον (Α)
1. (για λιμάνι) αυτό που έχει δύο στόμια
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δυ (< δύο) + -μος (πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος)].
Greek Monotonic
ἀμφίδῠμος: -ον, διπλωμένος, διπλός, λιμὴν ἀμφ., σε Ομήρ. Οδ. (η κατάληξη -δυμος συναντάται ξανά στο δί-δυμος, τρί-δυμος).
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίδυμος: открытый, доступный с двух сторон (λιμένες Hom.).
Middle Liddell
[The term. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.]
two-fold, double, λιμὴν ἀμφ. Od.