ἀπάτητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] 1) unbetreten, [[ὄρος]] Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] 1) unbetreten, [[ὄρος]] Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πατέω]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπάτητος''': [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, [[καινός]], «[[ἀπάτητος]] [[ἀρχή]]: [[οἷον]] καινή» Α. Β. 29, 2. | |lstext='''ἀπάτητος''': [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, [[καινός]], «[[ἀπάτητος]] [[ἀρχή]]: [[οἷον]] καινή» Α. Β. 29, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:10, 2 October 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ον, A untrodden, AP6.51. II not trodden down: hence metaph., unusual, Democr.131.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 jamás hollado ὄρος AP 6.51.
2 fig. extraño, anómalo Democr.B 131.
German (Pape)
[Seite 282] 1) unbetreten, ὄρος Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, πατέω².
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτητος: [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, καινός, «ἀπάτητος ἀρχή: οἷον καινή» Α. Β. 29, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπάτητος, -ον) πατώ
1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα
2. απροσπέλαστος, άβατος
νεοελλ.
1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος
2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό
αρχ.
ασυνήθιστος, σπάνιος.
Greek Monotonic
ἀπάτητος: -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, απάτητος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάτητος: (πᾰ) нехоженый, неприступный (ὄρος Anth.).